Η λύρα, το εθνικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, είναι το πιο σημαντικό και ευρύτερα γνωστό μουσικό όργανο. Συνδεόταν στενά με τη λατρεία του Απόλλωνα, και για τον λόγο αυτόν της έτρεφαν μεγάλο σεβασμό.
Η κατασκευή της ήταν απλή, χάρη στον απλό μηχανισμό, αλλά η ποιότητα του ήχου ήταν ευγενής, διαυγής, γαλήνια και πρωτίστως αρρενωπή.
Η λύρα (φόρμιγξ) χρησιμοποιούνταν ως το κύριο όργανο για την εκπαίδευση των νέων λόγω της απλότητάς της. Δεν ήταν ηχηρό όργανο και δεν χρησιμοποιούταν σε υπαίθριες εκδηλώσεις ή διαγωνισμούς, συνδέθηκε όμως στενά με τις κοινωνικές εκδηλώσεις σε κλειστούς χώρους.
Προέλευση
Σύμφωνα με έναν διαδεδομένο μύθο (βλ. Ομηρικός Ύμνος στον Ερμή), αμέσως μετά τη γέννησή του στην Κυλλήνη (όρος της Κορινθίας), ο Ερμής έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα κρυφά. Βλέποντας μια χελώνα (χέλυς), της είπε ότι θα την κάνει τραγουδίστρια, της αφαίρεσε το όστρακο και της στερέωσε χορδές από έντερο βοδιού. Έτσι κατασκεύασε τη λύρα (βλ. χέλυς). Όταν ο Απόλλων ανακάλυψε την κλοπή, παραπονέθηκε στον Δία. Ο Ερμής πρόσφερε τη λύρα στον Απόλλωνα, ο οποίος μαγεύτηκε από τον ήχο της.
Η λύρα ήταν γνωστή στην Ελλάδα από τους πανάρχαιους χρόνους. Μυθικοί μουσικοί και επικοί τραγουδιστές όπως ο Ορφεύς, ο Θάμυρις, ο Δημόδοκος, ο Μουσαίος, ο Λίνος και ο Ζήθος, ο Αμφίων από την Θήβα, όπου με την επτάχορδη λύρα του έκτισε τα τείχη της Επτάπυλης Θήβας, κ.ά.
Όταν ο Ορφεύς φονεύθηκε στην Θράκη από τις Μαινάδες, η λύρα του έπεσε στη θάλασσα και παρασύρθηκε από τα κύματα έως τη Λέσβο. Εκεί την βρήκαν ψαράδες και την έδωσαν στον Τέρπανδρο.
Κατασκευή
Η λύρα στην αρχική της μορφή στηριζόταν πάνω στο όστρακο της χελώνας, που χρησίμευε ως ηχείο, εξ ου και η ονομασία «χέλυς». Στα κατοπινά χρόνια, το ηχείο κατασκευαζόταν από ξύλο ελάτης, πάλι σε σχήμα οστράκου χελώνας, και ονομάζονταν «φόρμιγγα». Σήμερα υπάρχουν διάφορες κατασκευές που μοιάζουν στην αρχική, αλλά με διάφορα σχήματα. Επάνω από το κοίλο μέρος απλώνεται τεντωμένη μεμβράνη για να πάλλεται, κατασκευασμένη από δέρμα βοδιού ή αίγας (κατσίκας). Σε κάθε πλευρά του οστράκου υπάρχουν δύο βραχίονες από κέρατα αγριοκάτσικου, ελάτη, μελία, κερασιά κ.ά. Οι βραχίονες αυτοί ήταν ελαφροί και ελαφρώς καμπυλωτοί και ονομάζονταν πήχεις ή κέρατα.
Οι βραχίονες ενώνονταν ελαφρώς στο επάνω τους άκρο σε μια εγκάρσια κυλινδρική ράβδο, κατασκευασμένη από πυξάρι ή μελία, που ονομαζόταν ζυγός. Οι χορδές (νευραί / νευρές), κατασκευασμένες από έντερα ή νεύρα, και στα πολύ παλαιά χρόνια από λινάρι ή κάνναβι, στερεώνονταν με κόμπο επάνω σε μία μικρή πλάκα, που ονομαζόταν χορδοτόνιον ή χορδότονος στο κάτω μέρος του ηχείου. Περνούσαν επάνω από μία μικρή γέφυρα (καβαλάρης) ή μαγάδα (μάγαδις) που απομόνωνε το παλλόμενο τμήμα των χορδών και προχωρούσαν κατά μήκος του οργάνου έως τον ζυγό. Στους κλασικούς χρόνους χρησιμοποιούσαν επίσης στριφτάρια (κλειδιά) φτιαγμένα από ξύλο, μέταλλο και ελεφαντόδοντο. Τα στριφτάρια αυτά, στερεωμένα με έναν μηχανισμό επάνω στον ζυγό, τέντωναν τις χορδές με περιστροφική κίνηση και ονομάζονταν κόλλαβοι ή κόλλοπες. Όλες οι χορδές είχαν το ίδιο μήκος, αλλά διαφορετικό πάχος και όγκο. Κάθε μία έδινε έναν διαφορετικό ήχο.
Οι χορδές
Ο αριθμός των χορδών ποίκιλλε κατά τους ιστορικούς χρόνους. Για μεγάλη περίοδο, οι χορδές ήταν επτά. Σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς, η αρχαία λύρα είχε τέσσερις ή, κατά άλλους, τρεις χορδές.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι ο Ερμής επινόησε τη φόρμιγγα και την έκανε τρίχορδη, κατ’ απομίμηση των τριών εποχών του χρόνου. Έτσι καθόρισε τρεις ήχους: έναν υψηλό, έναν χαμηλό και έναν μεσαίο.
Ο Λουκιανός (Διάλογος Απόλλωνα και Ηφαίστου) λέει ότι η φόρμιγγα ήταν επτάχορδη (8ος/7ος αιώνας π.Χ.). Ο Αριστοτέλης (ΧΙΧ 39) αναφέρεται καθαρά στην εξέλιξη των χορδών. Ο Τιμόθεος ο Μιλήσιος αναφέρεται ως καινοτόμος με δώδεκα χορδές. Ο Αμοιβεύς επίσης και πολλοί άλλοι…
Πηγές:
Comments