Το 1908, ο Άγγελος Σικελιανός με την ιδιόρρυθμη βαθύπλουτη Αμερικανίδα σύζυγό του, Εύα Πάλμερ, εκδράμουν στη Συκιά Κορινθίας και ο ποιητής μαγεύεται από την ομορφιά του Πευκιά και της θάλασσας. Η Εύα δεν διστάζει λεπτό: αγοράζει μια μεγάλη έκταση στα όρια του μοναδικού αυτού αισθητικού δάσους και μέχρι το 1916 ολοκληρώνουν την κατασκευή ενός ξεχωριστού κτιρίου, σε σχέδια του ίδιου του ποιητή.
Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο και Βενετία συναντώνται στην εντυπωσιακή κατοικία που, μέχρι το 1930, θα φιλοξενήσει το ζευγάρι με τον μοναχογιό του, Γλαύκο, αλλά και σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Νίκος Καζαντζάκης, στενός φίλος του ποιητή μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Σικελιανός εμπνέεται από το περιβάλλον, γράφει ακατάπαυστα, βρίσκει όμως χρόνο και για βόλτες με άλογα στην έξοχη, άλλοτε φορώντας χιτώνες, κάποιες φορές εντελώς γυμνός. Αγναντεύοντας τον Παρνασσό, θα συλλάβει τη «Δελφική Ιδέα», τη δημιουργία στους Δελφούς ενός παγκόσμιου πνευματικού πυρήνα, ικανού να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών.
Όλα θα ξεκινήσουν όταν ένα σούρουπο θα φτάσει στη βίλα μια κάσα, συνοδευόμενη από ένα σημείωμα της Εύας: «Βουδάκι μου (έτσι προσφωνούσε τον ποιητή η Εύα, χαϊδευτικά), ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε – σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις».
Το ζεύγος οργανώνει στους Δελφούς το 1927 και το 1930 τις Δελφικές Εορτές, με χρηματοδότη την Εύα, και αναδεικνύει την Αρχαία Μουσική και Τραγωδία. Το κοινό όραμα θα τους οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή: η οικογένεια της Πάλμερ παύει να την στηρίζει οικονομικά, το ζευγάρι χωρίζει, η Εύα επιστρέφει στην Αμερική, η εμβληματική βίλα πλειστηριάζεται λόγω χρεών.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι αυτός που θα διασώσει, καταγράφοντάς την στην «Αναφορά στον Γκρέκο», μια ασύλληπτη ιστορία που διαδραματίστηκε στο προσωπικό καταφύγιο του Σικελιανού, τον πρώτο όροφο της έπαυλης στη Συκιά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Σικελιανός προσπάθησε να αναστήσει έναν νεκρό, καθώς τόσο ο ίδιος όσο και η Εύα Πάλμερ ήταν πεπεισμένοι ότι είναι σε θέση να τα καταφέρει.
Όλα θα ξεκινήσουν όταν ένα σούρουπο θα φτάσει στη βίλα μια κάσα, συνοδευόμενη από ένα σημείωμα της Εύας: «Βουδάκι μου (έτσι προσφωνούσε τον ποιητή η Εύα, χαϊδευτικά), ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε – σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις». Μια χάρη ζητούσε η γυναίκα, να μην της την κάνει;
Ο Καζαντζάκης περιγράφει το γεγονός χωρίς να κρύβει τη δυσφορία του: «Τώρα θα φανεί, αν είναι θεατρίνος, ή αν είναι επικίντυνα απότολμη ψυχή, έτοιμη να επιχειρήσει τα αδύνατα. Θα δοκιμάσει ν’ αναστήσει το νεκρό, ή, παμπόνηρος, θα φοβηθεί το γελοίο και θα πάει κρυφά κι ήσυχα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του; Απόψε θα φανεί» γράφει.
Ο συγγραφέας θα πάει έναν περίπατο, αφήνοντας τον Σικελιανό να αναμετρηθεί με θεούς και δαίμονες – πρωτίστως, όμως, με τον ίδιο του τον εαυτό. Θα επιστρέψει για να κοιμηθεί αλλά κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο. «Αποπάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει – κι ευτύς βήματα βαριά πάνω κάτω, πολλήν ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα».
Το πρωί, ένας χλωμός Σικελιανός, με γαλάζιους κύκλους κάτω από τα μάτια, θα εμφανιστεί στο ισόγειο του σπιτιού, όπου φιλοξενεί τον Καζαντζάκη: «Έκαμα ό,τι μπορούσα… Θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό; Ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε – το ίδιο έκαμα κι εγώ. Όλη νύχτα… όλη νύχτα… του κάκου!»
Ο συγγραφέας τον παρακολουθεί άναυδος: «Θαυμασμός με είχε κυριέψει – κοίταζα το φίλο μου και τον καμάρωνα – είχε μπει στο γελοίο, μα το είχε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό σύνορο της παραφροσύνης, και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρα μου εξαντλημένος». Λίγο αργότερα, ο ποιητής θα αναρωτηθεί με παράπονο: «Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;» Και ο Καζαντζάκης θα δώσει μια ιστορική απάντηση: «Δεν είναι ακόμα. Θα γίνει».
Τη μοναδική αυτή ιστορία, από την οποία εμπνεύστηκε το διήγημά του «Ο Δισθανής» («Ελληνικά Ονόματα», Κέδρος, 2010), αφηγήθηκε ο συγγραφέας Παύλος Μεθενίτης στο Ξυλόκαστρο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης «Άγγελος Σικελιανός», που αποτίει φόρο τιμής στον εμπνευστή των Δελφικών Εορτών, αυτόν που αφιέρωσε τη ζωή του στην αναβίωση της Δελφικής Ιδέας.
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το σχετικό απόσπασμα από την Αναφορά στον Γκρέκο-κεφ ΙΘ΄.
«Αυτός θεατρίνος; Θα’ταν θεατρίνος αν έκανε τον απλό και το μετριόφρονα. Μα ήταν ο πιο ειλικρινής άνθρωπος στον κόσμο· το διαπίστωσα μια μέρα παρακολουθώντας ένα περιστατικό που ξεπερνούσε τα όρια του κωμικού κι έμπαινε στην επικίντυνη πύρινη περιοχή της παραφροσύνης.
Μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Όμηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμιάς μας, τ΄αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν’ αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυό σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη· μονάχα που αυτός νόμιζε πως η ψυχή η δική του, εγώ πως η ψυχή του ανθρώπου.
Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να σου και καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού· έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:
-Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα…. είπε με φοβισμένη φωνή.
Ο φίλος μου δεν τον άκουσε· διάβαζε το γράμμα, και το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μου το’ δωκε:
– Διάβασε… μου’ πε.
Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου, ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε· σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις», του ‘γραφε η γυναίκα του. Ο φίλος μου με κοίταξε με αγωνία:
– Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.
Σήκωσα τους ώμους:
-Δεν ξέρω, αποκρίθηκα· πάντως είναι δύσκολο πολύ.
Μα ο ταχυδρόμος βιάζουνταν.
-Τι να το κάμω το δέμα; ρώτησε και σήκωνε το πόδι του να φύγει.
-Φέρ’το! είπε ο φίλος μου απότομα και στράφηκε πάλι και με κοίταξε, λες και περίμενε να του δώσω κουράγιο.
Μα εγώ ένιωθα δυσφορία μεγάλη και σώπαινα.
Σταθήκαμε αμίλητοι και περιμέναμε· ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, η θάλασσα είχε γίνει σκούρα τριανταφυλλιά· ο φίλος μου δάγκανε τα χείλη και περίμενε. Σε λίγο δυό χωριάτες φάνηκαν και σήκωναν ένα φτωχικό φέρετρο· ήταν μέσα ο ράφτης.
-Ανεβάστε τον απάνω! πρόσταξε ο φίλος μου και το λαμπρό πρόσωπο του είχε σκοτεινιάσει. Στράφηκε πάλι και με κοίταξε:
-Τι λες; με ρώτησε πάλι και κάρφωσε στα μάτια μου τη ματιά του, ανήσυχη· τι λες, θα μπορέσω;
-Δοκίμασε, αποκρίθηκα· εγώ θα πάω περίπατο.
Πήρα γιαλό γιαλό κι ανάσαινα βαθιά τη μυρωδιά του πεύκου και της θάλασσας. «Τώρα θα φανεί, συλλογίζουμουν, αν είναι θεατρίνος ή αν είναι επικίντυνα απότολμη ψυχή, έτοιμη να πεθυμήσει και να επιχειρήσει τα αδύνατα. Θα δοκιμάσει ν’αναστήσει το νεκρό, ή, παμπόνηρος, θα φοβηθεί το γελοίο και θα πάει κρυφά κι ήσυχα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του; Απόψε θα φανεί». Έτρεμα που ζυγιάζουνταν έτσι μπροστά μου η ψυχή του φίλου μου και περπατούσα γρήγορα γρήγορα, αναστατωμένος.
Ο ήλιος είχε πια βουτήξει· το πρώτο σκούξιμο της κουκουβάγιας ακούστηκε μέσα από τα πεύκα, θλιμμένο και τρυφερό· οι μακρινές βουνοκορφές άρχισαν να λιώνουν μέσα στο σούρουπο. Μάκρυνα επίτηδες τον περίπατο μου, γιατί ένιωθα δυσφορία να γυρίσω σπίτι· πρώτα πρώτα μ’ενοχλούσε η παρουσία του νεκρού· ποτέ δεν μπόρεσα ν’αντικρίσω νεκρό χωρίς ν’ανατριχιάσω από αηδία και φόβο· κι ύστερα, γιατί ήθελα ν’αναβάλω όσο μπορώ να δω πως θα φερθεί στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο φίλος μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ· μα πού να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει· κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος· άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω· ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα· δυό μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα· κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.
-Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να’θελε να δικαιολογηθεί· θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε· το ίδιο έκαμα κι εγώ… Σώπασε, και σε λίγο:
-Όλη νύχτα…. όλη νύχτα…. του κάκου!
Θαμασμός με είχε κυριέψει· κοίταζα το φίλο μου και τον καμάρωνα· είχε μπει στο γελοίο, μα το’χε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό σύνορο της παραφροσύνης, και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρα μου εξαντλημένος. Σηκώθηκε, πρόβαλε ως το κατώφλι, κοίταξε μπροστά του τη θάλασσα, σφούγγιξε το μέτωπο του που μαργαριτώνουνταν με χοντρές στάλες ιδρώτα.
-Και τώρα; στράφηκε και με ρώτησε· τι να κάμω;
-Φώναξε τον παπά να’ ρθει να τον θάψει, αποκρίθηκα· κι εμείς πάμε να κάμουμε τη βόλτα μας στην άκρα της θάλασσας.
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε· βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμα της τον γαλήνευαν.
-Ντρέπουμαι…. μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
-Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα· θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου· μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν…
-Εγώ θα ‘θελα να ‘ναι το κεφάλι μου που θα τα σπάσει, είπε και πέταξε με πείσμα ένα μεγάλο χοχλάδι στη θάλασσα· εγώ, εγώ, φώναξε, κανένας άλλος!
Χαμογέλασα· «εγώ!εγώ!» αυτή ‘ταν η φοβερή φυλακή, χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, του φίλου μου».
Πηγές:
Comments