Τον τάφο του Αγίου Νικολάου, γνωστού και ως «Άι Βασίλη», ισχυρίζονται πως ανακάλυψαν αρχαιολόγοι στην Τουρκία μαζί με το πάτωμα στο οποίο περπάτησε, μέσα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στα αρχαία Μύρα, που βρίσκεται στο σημερινό χωριό της περιοχής Demre κοντά στην Αττάλεια.
Ο Άγιος Νικόλαος, ο οποίος έζησε μεταξύ 270 μ.Χ. και 343 μ.Χ., ήταν πρωτοχριστιανός επίσκοπος κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Λόγω των πολλών θαυμάτων που αποδίδονται στη μεσολάβησή του, είναι επίσης γνωστός ως «Νικόλαος ο Θαυματουργός».
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στα Μύρα, πόλη η οποία μετονομάστηκε από την Τουρκία σε Demre το 2005, και χτίστηκε το 520 μ.Χ. στα θεμέλια μιας παλαιότερης χριστιανικής εκκλησίας, όπου ο Άγιος Νικόλαος υπηρετούσε ως επίσκοπος και ετάφη.
«Η πρώτη εκκλησία βυθίστηκε με την άνοδο της Μεσογείου και μερικούς αιώνες αργότερα μια νέα εκκλησία χτίστηκε από πάνω» είπε ο Οσμάν Εραβσάρ, επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου διατήρησης πολιτιστικής κληρονομιάς στην Αττάλεια.
«Τώρα φτάσαμε στα ερείπια της πρώτης εκκλησίας και στον όροφο που πάτησε ο Άγιος Νικόλαος», σημείωσε. Προσθέτοντας ότι η ύπαρξη της πρώτης εκκλησίας είναι γνωστή από μερικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν το 1910, ο Εραβσάρ είπε: «Αποκαλύφθηκαν τα πλακάκια του δαπέδου της πρώτης εκκλησίας, στην οποία περπάτησε ο Άγιος Νικόλαος».
«Πρόκειται για μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που θα προσθέσει στην αξία της εκκλησίας», συμπλήρωσε ο Οσμάν Εραβσάρ, στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Demirören.
Οι φετινές εργασίες αποκατάστασης ασχολήθηκαν και με το «άνοιγμα της στέγης της εκκλησίας». «Τη δεκαετία του 1980, κατασκευάστηκε μια τσιμεντένια στέγη πάνω από την ιστορική εκκλησία για να αποφευχθούν οι βροχοπτώσεις στην εκκλησία», είπε ο ειδικός και πρόσθεσε: «Βγάλαμε τη τσιμεντένια στέγη και θα εγκατασταθεί ένα σύστημα οροφής που αφαιρείται εύκολα».
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στον προσωρινό κατάλογο της UNESCO για να γίνει Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Ο Άγιος Νικόλαος
Ο Νικόλαος γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 270 στα Πάταρα της Λυκίας από γονείς ευσεβείς και πλούσιους και έτυχε επιμελημένης μόρφωσης. Αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, χειροτονήθηκε ιερέας και αγωνίστηκε για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης, προστατεύοντας συγχρόνως κάθε αδύνατο, πάσχοντα ή αδικούμενο. Η άνοδός του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Μύρων της Λυκίας, προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών, οι οποίοι των συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια.
Αποφυλακίστηκε μετά την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου και αφοσιώθηκε στο ποιμαντικό του έργο. Έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), όπου διαμορφώθηκε εν πολλοίς το χριστιανικό δόγμα, με την καταδίκη της αίρεσης του Αρείου. Εκοιμήθη εν ειρήνη στις 6 Δεκεμβρίου του 343.
Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα της Λυκίας έως και τον ενδέκατο αιώνα, όπου το 1087 κάποιοι ναύτες αφαίρεσαν τα περισσότερα και τα μετέφεραν στην Ιταλία, στην πόλη Μπάρι, όπου τοποθετήθηκαν στην Βασιλική του Αγίου Νικολάου, που θεμελιώθηκε εκεί το 1087 ακριβώς για να στεγάσει τα λείψανα του Αγίου. Οι Βυζαντινοί κατηγόρησαν τους Λατίνους για “ιερή κλοπή” και τους προειδοποίησαν ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι εκτός από τον νόμο και με την οργή του ίδιου του Αγίου. Οι Σελτζούκοι είχαν κατακτήσει την περιοχή όμως μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ (1071), και οι ναυτικοί ισχυρίστηκαν ότι πήραν τα οστά για να τα προστατεύσουν από τους Τούρκους, που είχαν στην κατοχή τους τα Μύρα. Λέγεται ότι κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας άρχισε να αναβλύζει τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες, ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν από την ευωδία του μύρου αυτού.
Οι Βενετοί που συμμετείχαν στην Α΄ Σταυροφορία πέρασαν από τα Μύρα, αφαίρεσαν τα υπόλοιπα οστά και τα μετέφεραν στην επιστροφή τους στη Βενετία (6 Δεκεμβρίου 1100). Ο επίσκοπος Ενρίκο Κονταρίνι, αρχηγός των Σταυροφόρων Βενετών, διεκδικούσε τον Άγιο Νικόλαο σαν Άγιο προστάτη της Βενετίας και αντίπαλο του Ευαγγελιστή Μάρκου. Αυτό ήταν αδύνατο επειδή τα περισσότερα οστά βρίσκονταν στο Μπάρι. Τα οστά του Αγίου Νικολάου τοποθετήθηκαν στον ναό Σαν Νικολό ντι Λίντο, στο μακρόστενο νησάκι του Λίντο μήκους 15 χιλιομέτρων που χώριζε τη Λιμνοθάλασσα της Βενετίας από την Αδριατική Θάλασσα.
Στην ελληνική λαϊκή παράδοση η εορτή του Αγίου Νικολάου αποτελεί το τέλος του εορταστικού τριημέρου που ονομάζεται “Νικολοβάρβαρα” και είναι ταυτισμένα με το δυνατό κρύο και τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Σχετικές οι παροιμίες: “άε Βαρβάρα φύσα, άε Σάββα βρέξον, αε Νικόλα σόντσον (χιόνισε)” (ποντιακή), “Τα Αγιονικολοβάρβαρα ή βρέχει ή χιονίζει” και “Βαρβαρίτσες, Νικολίτσες, όπου να’σαι μέσα να’σαι”.
Ο Άγιος Νικόλαος τιμάται ιδιαίτερα σε όλο τον ελληνικό χώρο από τους ανθρώπους της θάλασσας. Είναι προστάτης των ναυτικών, του Πολεμικού και του Εμπορικού Ναυτικού. Είναι ο πολιούχος Άγιος της Αλεξανδρούπολης, του Βόλου, του Γαλαξειδίου, της Κοζάνης, του Πολύγυρου, της Σητείας και της Σύρου.
Στη δυτική παράδοση ο Άγιος Νικόλαος (Santa Claus) είθισται να φέρνει τα χριστουγεννιάτικα δώρα στα παιδιά, όπως, στη δική μας παράδοση, ο Άγιος Βασίλης.
Πηγή: anaskafi.blogspot.com, Π. Κράνιας, Capital, iefimerida, ArkeoNews, LiveScience
Comments