1_ΚΟΡΙΝΘΙΑ4_ΚΟΙΝΩΝΙΑ5_ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ6_ΙΣΤΟΡΙΑΕΛΛΑΔΑΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΚΟΡΙΝΘΟΣΚΟΣΜΟΣ

4 χρόνια χωρίς τον Γιάννη Σπανό: Έφυγε αθόρυβα, έτσι όπως ζούσε

0

Ο θάνατός του Γιάννη Σπανού στις 30 Οκτωβρίου 2019 αιφνιδίασε και βύθισε σε θλίψη την Ελλάδα και ιδιαίτερα τη γενέτειρά του, το Κιάτο, τους οικείους του, τους συνεργάτες και τους φίλους του, τους συντοπίτες του, καθώς επρόκειτο για έναν πολύ αγαπητό άνθρωπο, καλλιτέχνη, δημιουργό, του οποίου οι συνθέσεις συντρόφευαν και θα συντροφεύουν τον κόσμο όλο.

«Έφυγες έτσι αθόρυβα όπως ζούσες…η είδηση έμοιαζε σαν ένα ακόμη αστείο σου…σπουδαίος σε όλα σου…σ ευχαριστώ απ την καρδιά μου για όλα όσα μου πρόσφερες με αγάπη κ γενναιοδωρία αυτά τα δέκα χρόνια ..θα σ αγαπάω κ θα σε θυμάμαι πάντα…καλό ταξίδι Γιάννη μου…ελεύθερη η ψυχή σου ψυχή μου», έγραψε η Πέγκυ Ζήνα, που παραβρέθηκε στη νεκρώσιμο ακολουθία στο Κιάτο, στον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram στην είδηση του θανάτου του. Λόγια τόσο χαρακτηριστικά που εκφράζουν εκ βαθέων πλείστων ανθρώπων που γνώρισαν τον σπουδαίο αυτόν μουσικοσυνθέτη που πλέον γράφτηκε στο “πάνθεον των αθανάτων”.

Πλήθος κόσμου βρέθηκε στο Κιάτο για να πει το τελευταίο αντίο στον μοναδικό Γιάννη Σπανό. Συνεργάτες, φίλοι και συντοπίτες του, εξέφρασαν την βαθιά τους συγκίνηση και την ευγνωμοσύνη τους στον Γιάννη που δε θα ξαναδούν, στον Γιάννη που πάντα θα θυμούνται…

Ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο στιχουργός-κειμενογράφος Αντώνη Παπαϊωάννου, ο Κώστας Μακεδόνας, η θρυλική ερμηνεύτρια Γιοβάννα, ο Βασίλης Λέκκας, ο Νεκτάριος Σφυράκης, ο Γιώργος Σαλαμπάσης, ο ηθοποιός Μάρκος Λεζές, η πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Κορινθίας Αντιγόνη Βογιατζή Ζακούρα, η Βουλευτής Κορινθίας Μαριλένα Σούκουλη Βιλιάλη, ο Δήμαρχος Κορινθίων Βασίλης Νανόπουλος, ο πρώην Αντιδήμαρχος Κορινθίων Κώστας Παρτσινέβελος και οι Αρχηγοί Παρατάξεων-Δημοτικοί Σύμβουλοι Δήμου Σικυωνίων Δημήτρης Παπαγεωργίου, Βασίλης Νανόπουλος και Βαγγέλης Χουσελάς έντονα συγκινημένοι μίλησαν για τον Γιάννη Σπανό.
Μια ανέκδοτη ψυχογραφική συνομιλία με τον Γιάννη Σπανό για το koutipandoras.gr στον Αντώνη Μποσκοΐτη.

Τα παιδικά χρόνια στο Κιάτο, η φυγή στο Παρίσι, οι συνεργασίες με μυθικά ονόματα του γαλλικού τραγουδιού, η δημιουργία του Νέου Κύματος, οι μελοποιήσεις, η αγάπη για το πιο εξωστρεφές λαϊκό τραγούδι, η μοναξιά και ο θάνατος – ζητήματα που απασχόλησαν τον Γιάννη Σπανό σε μία εκ βαθέων απρογραμμάτιστη συνέντευξη

Η συνομιλία αυτή με τον Γιάννη Σπανό πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2017, ίσως και τον Δεκέμβρη του ’16. Δυστυχώς δεν εκφώνησα ημερομηνία στην αρχή της ηχογράφησης. Συναντηθήκαμε, θυμάμαι, λίγο πάνω από την Πατησίων και περπατήσαμε μαζί κατά μήκος της Φωκίωνος Νέγρη, μέχρι τον «Φοίβο», το καφέ που του άρεσε να πηγαίνει. Στη σύντομη διαδρομή μας, ένας – δύο άνθρωποι του φώναξαν «Γεια σου, Γιάννη», αυτός κοντοστάθηκε, χαμογέλασε και χωρίς να πει κάτι, συνέχισε το περπάτημα. Μόνο όταν τον ρώτησα αν πρόκειται για φίλους ή γνωστούς του, μου απάντησε με ένα «όχι».

Δεν είχε αιτία εκείνη η συνάντηση μας μία ακόμη συνέντευξη. Είχαμε πει απλά να βρεθούμε για να του έδινα το πρόγραμμα μιας θεατρικής παράστασης και μερικά τεύχη με τυπωμένη την πρώτη μας δημόσια συνομιλία. Επειδή, όμως, Σπανός ήταν αυτός κι επειδή εγώ δεν έχω καλύτερο απ’ το να καταγράφω τις ιστορίες σημαντικών ανθρώπων, σαν και του λόγου του, του ζήτησα να πατήσω το record από το κινητό μου τηλέφωνο. Το δέχτηκε αμέσως και, μάλιστα, του άρεσε, όπως μου είπε, που θα καταγραφόταν χωρίς να συντρέχουν λόγοι «μάρκετινγκ».

Δεν τον ξανάδα έκτοτε τον Γιάννη Σπανό. Από κοινούς γνωστούς μόνο μάθαινα για διάφορα θέματα που αντιμετώπιζε με την υγεία του. Τα ξεπερνούσε κάθε φορά και χαιρόμουν, αν σκεφτεί κανείς πως είχαν ήδη προγραμματιστεί οι κοινές εμφανίσεις του με τον Μίμη Πλέσσα και τον Γιώργο Κατσαρό στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο». Να, όμως, που δεν μπόρεσε. Τον βρήκε ξαφνικά ο θάνατος και το πανελλήνιο βυθίστηκε στο πένθος.

Στη μνήμη του σήμερα ανέσυρα από το αρχείο μου την ανέκδοτη εκείνη συνομιλία μας. Δημοσιεύεται ολόκληρη εδώ, για πρώτη φορά, στο koutipandoras.gr Και κάτι ακόμη: Διαβάζω ότι ο Σπανός «έφυγε πλήρης ημερών». Μου είναι αδιανόητο να το καταλάβω και, φαντάζομαι, όχι μόνο εγώ, αλλά και όσοι άλλοι είχαν την ευκαιρία και την τύχη να τον συναναστραφούν! Ένα μεγάλο παιδί ήταν ο Σπανός, ένα πνεύμα νεανικό και ελεύθερο εγκλωβισμένο ίσως στο σώμα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Δικό του ήταν το σώμα, ας τό’κανε ότι ήθελε! Όπως τό’γραψε η Κατερίνα Γώγου: «Κι ας μην πάρουμε, ρε αδερφέ, και σήμερα προφύλαξη για την υγεία μας»! Σε μας τώρα μένει το έργο του. Και μια μεγάλη στενοχώρια που θα πάρει καιρό μέχρι να δώσει τη θέση της στη συνήθεια της απώλειας…

Νοέμβριος 2009, ο Γιάννης Σπανός έχει στην αγκαλιά του τη Μαρίζα Κωχ υπό το βλέμμα του Γιώργου Παπαστεφάνου. Βρισκόμασταν στο «Παλλάς», στη μεγάλη συναυλία – comeback της Αρλέτας ύστερα από τη σοβαρή πρώτη περιπέτεια με την υγεία της (φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης)

Κύριε Σπανέ, πάλι εδώ, στον «Φοίβο» της Φωκίωνος Νέγρη…

Χρόνια είναι εμένα το στέκι μου εδώ. Δεν έχει κάτι α λα παλαιά από τη δεκαετία του ’60;

Απόλυτα, αν σκεφτείτε ότι εδώ που καθόμαστε εμείς, καθόμουν πριν λίγες μέρες με τον Γιώργο Ρωμανό και τα λέγαμε.

Τι κάνει ο Ρωμανός; Ωραίος καλλιτέχνης είναι αυτός. Έφυγε έξω, θυμάμαι, στη Γαλλία κι αυτός, αλλιώς θα γινόταν πολύ μεγάλος στην Ελλάδα.

Ας αφήσουμε τον Ρωμανό τώρα. Μπορεί να μην τον ένοιαζε να γίνει «μεγάλος», όπως δεν ένοιαζε κι εσάς τελικά μια ζωή που βγάζετε δίσκους με επιτυχημένα τραγούδια.

Ναι, τό’χαμε ξαναπεί, δεν με ένοιαζε ποτέ αυτό. Περπατήσαμε μαζί ως εδώ. Πόσοι με σταμάτησαν να με χαιρετίσουν εκτός από δυο – τρεις της γενιάς μου; Ξέρετε πόσο το ήθελα πάντα αυτό; Να είμαι άγνωστος μεσ’ στην πόλη αυτή, να συνομιλώ με τον κόσμο όχι από μία «υπεράνω» θέση.

Το πετύχατε τόσο, ώστε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος σας είχε σχολιάσει ως εξής: «Ο καλλιτέχνης αυτός σαν να μην έχει επίγνωση του μεγέθους του». Τι λέτε εσείς;

(γελάει) Ξέρω ποιος είμαι, ξέρω τι έχω κάνει, ξέρω που «ανήκω», αλλά δεν μου είναι ευχάριστο να τοποθετώ εγώ κάπου τον ίδιο μου τον εαυτό.

Ανέκαθεν;

Ναι, ανέκαθεν…Σε σας είχα πει ότι το μόνο που ήθελα ήταν να έχω την ησυχία μου και να γράφω μουσική ή απλά να παίζω πιάνο. Απλά είναι τα πράγματα, εμείς τα μεγιστοποιούμε.

Η καλλιτεχνική φύση είναι και μοναχική φύση;

Γιατί το λέτε αυτό;

Γιατί φαίνεστε να αποζητούσατε υπέρ το δέον την ησυχία σας.

Κάθε άλλο! Ήμουν και είμαι πολύ κοινωνικός, βγαίνω με την πρώτη ευκαιρία, αλλά είμαι απ’ τους ανθρώπους που δεν τους ενοχλούσε να γυρνάνε στο σπίτι και να μη βρίσκουν άλλον άνθρωπο.

Άλλοι θα τρόμαζαν μ’ αυτή την εικόνα τους.

Ας τρόμαζαν. Σάμπως νομίζουν ότι δεν είναι μόνοι τους στην πραγματικότητα; Εσείς τι θα κάνετε από δω όταν φύγετε;

Θα γυρίσω σπίτι, θ’ ακούσω το ηχογράφημα και θα μου κάνετε παρέα.

Σκεφτείτε, λοιπόν, πόση παρέα μου κάνουν εμένα τα τραγούδια και οι μουσικές – όχι απαραίτητα δικές μου. Οι φωνές των ανθρώπων που άλλοι είναι «εδώ» και άλλοι όχι πια.

Το ν’ ακούς φωνές μόνο μπορεί να καταντήσει σχιζοφρενικό.

Για όνομα! Το πιστεύετε;

Δεν είναι το ίδιο με μια φυσική παρουσία. Είναι;

Εξαρτάται πως εκλαμβάνει κανείς τη φυσική παρουσία. Του άλλου, πάντα. Εγώ στην ηλικία που είμαι τα έχω λύσει τα θέματα μου. Αρνούμουν να μπω σε σχέση άμα ήξερα πως θα διαταραχτεί η ηρεμία μου και ο τρόπος όχι που δουλεύω, αλλά που ζω, που παίρνω αέρα.

Δεν έχω μπει ποτέ σπίτι σας, αλλά φαντάζομαι πως δεν θά’ναι πνιγμένο στα πορτραίτα τραγουδιστών και τους χρυσούς δίσκους.

Θα ήταν λίγο θρίλερ; Κάτι τέτοιο δεν σκέφτεστε;

Σχεδόν. Ο Γιάννης Καραμπεσίνης ο αείμνηστος, ας πούμε, ζούσε σ’ ένα σπίτι που νόμιζες ότι θα ζωντανέψουν οι φωτογραφίες του Τσιτσάνη και της Νίνου.

Ναι, είναι όπως τα μπατίκ της γιαγιάς στον τοίχο στο χωριό που σε γυρνάνε πίσω ανά πάσα στιγμή, αλλά σε τρομάζουν και λίγο. Πότε τον συναντήσατε τον Καραμπεσίνη;

Πριν δέκα χρόνια ακριβώς.

Και πως τον είδατε; Είχε ζωή κοινωνική, ήταν στα «πάνω» του, που λέμε;

Δεν θα το έλεγα, όσο κι αν προσπαθούσε – θυμάμαι – να με πείσει για το αντίθετο.

Καταλαβαίνω. Άλλης κοπής άνθρωποι αυτοί, έζησαν καλά και έμειναν με τις αναμνήσεις τους. Εγώ δεν είμαι λάτρης των αναμνήσεων σε βαθμό να επηρεάζουν τη ζωή μου. Θυμάμαι, βέβαια, τα πάντα κι αλίμονο αν ξεχάσεις τι έζησες και πόσα πέρασες για να’σαι σήμερα όπου είσαι…

Μάιος 2015, Γιάννης Σπανός – Αντώνης Μποσκοΐτης (φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν)

Πείτε μου μυρωδιές που χτυπάνε τη μύτη σας σαν ανατρέχετε στην παιδική ηλικία.

Βρεγμένο χώμα. Ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη…Φρεσκοσκαμμένο χώμα. Λουλούδια σε αλάνες. Φάρμακα για την υγιεινή του στόματος, γαρίφαλο, λόγω του οδοντογιατρού πατέρα μου.

Μόλις συνθέσατε ένα ωραίο ποίημα.

Μόνο που δεν έχω φωνή για να το απαγγείλλω. Με ακούτε καλά;

Σας θέλω να μιλάτε λίγο πιο καθαρά.

Μάλιστα.

Σας ενοχλεί;

Όχι, κάντε δουλειά σας. Τα’χουμε ξαναπεί, άλλωστε.

Όχι ακριβώς έτσι. Ο Σηκουάνας σας ακολουθεί μέχρι σήμερα ως οσμή τουλάχιστον;

Ο Σηκουάνας σου μυρίζει, ακόμη και σαν τουρίστας να πας. Εγώ έζησα εκεί τα καλύτερα χρόνια μου, γνώρισα την αφάν γκατέ του γαλλικού «chanson» που σήμερα μοιάζει σαν κάτι εξωπραγματικό, αλλόκοσμο.

Ενώ τότε πως έμοιαζε;

Καθημερινότητα. Λιτά πράγματα. Ένας νεαρός που βρίσκεται εκεί από το Κιάτο Κορινθίας και που για τα προς το ζην συνοδεύει άλλους με το πιάνο του.

Πάλι υποτιμάτε τον εαυτό σας, μου φαίνεται. Δεν κάνατε μόνο αυτό.

Τι άλλο έκανα; Τα σχήματα τότε ήταν πιάνο – φωνή ή κιθάρα – φωνή. Εγώ είχα την τύχη, βέβαια, να συνοδεύω τον Σερζ Γκενζμπούργκ που έκανε ένα κράμα τζαζ, παρλάτας και μπαλάντας. Είχα την αποδοχή των πάντων εκεί, βέβαια.

Που οφειλόταν αυτό;

Στο ότι ήμουν ένα παιδί ήσυχο που ήξερα να παίζω και να συνοδεύω καλά. Δεν ξέρω αν είχα θελήσει να μην πάω στη Γαλλία, αλλά σε άλλη χώρα, αν θα έφτιαχνα κιόλας τέτοια μουσική.

Δυτικότροπη;

Ακριβώς, προερχόμενη από το γαλλικό «chanson», που είχε αφομοιωμένα τα δικά τους λαϊκά στοιχεία μέχρι κάποια άλλα πιο βαριετέ, ας πούμε. Γιατί και η Μπαρμπαρά, που υπήρξε φίλη μου, αλλά και η Ζιλιέτ Γκρεκό, που επίσης τραγούδησε τραγούδια μου, λαϊκές καλλιτέχνιδες ήτανε.

Σίγουρα πιο «αστές», όμως, από την Εντίθ Πιάφ, που είχε μεγαλώσει μεσ’ στο περιθώριο της κοινωνίας.

Συμφωνώ και γι’ αυτό κι εγώ, ως παιδί αστών από την Ελλάδα, που είχαν τη δυνατότητα να το στείλουν στο εξωτερικό για να ψαχτεί επαγγελματικά και καλλιτεχνικά, μ’ αυτές ταίριαξα. Πάντως η λαϊκότητα του καλλιτέχνη δεν έχει πάντα να κάνει με την κοινωνική του τάξη.

Και η Μπριζίτ Μπαρντό, έτσι, ένα λαϊκό είδωλο ήτανε.

Ασφαλώς. Ένα όμορφο δροσερό κορίτσι, αλλά της διπλανής πόρτας, έτσι όπως έβγαινε στις ταινίες εκείνων των χρόνων.

Χαίρεστε που σας τραγούδησε ένα pop icon των 60s;

Ναι, αλλά όχι περισσότερο από τη Ζιλιέτ Γκρεκό, που είναι πολύ λιγότερο γνωστή σήμερα συγκριτικά με μια σταρ του σινεμά, με ένα pop icon, όπως είπατε. Κι επειδή μου είπατε πολλές φορές ότι πάσχω από χαμηλή αυτοεκτίμηση, κάτι που δεν ισχύει – σας βεβαιώνω – θα πω ότι για μένα, έναν νεαρό Έλληνα μουσικό, η φιλία και η αποδοχή των καλλιτεχνών αυτών ήταν ονειρική κατάσταση. Με τη Μπριζίτ Μπαρντό δεν είχα ποτέ σχέσεις, είχα κάνει φήμη ως καλός τραγουδοποιός, της έδωσα, της έδωσαν – δεν θυμάμαι πως έγινε ακριβώς – τραγούδια μου και τα είπε. Με τη Ζιλιέν Γκρεκό κάναμε παρέα, όμως, με είχε δεχτεί στο σπίτι της, με αγαπούσε, με είχε μόνιμο ακομπανιαντέρ της. Μ’ αυτήν εγώ θεωρώ ότι έκανα δουλειά στο εξωτερικό, με τη Μούσα των Υπαρξιστών.>
Η αλήθεια είναι πως την αισθαντικότητα του γαλλικού «chanson» μετέφερε στη χώρα μας με το Νέο Κύμα ο Πατσιφάς της ΛΥΡΑ.

Γι’ αυτό και τα πρώτα μου νεοκυματικά τραγούδια είχαν κάτι από τα προηγούμενα χρόνια μου στη Γαλλία. Προηγούμενα, τρόπος του λέγειν, αφού μπορεί να έγραψα τα πρώτα μου δισκάκια εδώ το ’64 και το ’65, πηγαινοερχόμουν όμως μεταξύ Αθήνας και Παρισίων έως το ’75.

Γιατί αυτή η όλη μετακίνηση;

Στο Παρίσι ήμουν καλά, υπήρχε δουλειά, όπως σας είπα, και είχα κάνει ήδη όνομα ως Γιανί Σπανός. Δεν ξέρω αν θα άνοιγα πόρτες με την Ελλάδα, αν δεν ερχόταν ο Παπαστεφάνου για να μου έπαιρνε συνέντευξη. Με τον Παπαστεφάνου γράψαμε τα πρώτα μας τραγούδια με τη Χωματά. Δεν ξέραμε παρόλα αυτά αν η εποχή που δεν ήταν και η καλύτερη για την Ελλάδα, σήκωνε τέτοια χαμηλότονα, ίσως πιο ευαίσθητα, τραγούδια. Ο Πατσιφάς επέμεινε ως διορατικός και σήμερα το Νέο Κύμα θεωρείται ξεχωριστό είδος στο ελληνικό τραγούδι.

Ξέρετε τι είχε πει ο Τζίμης Πανούσης; Ότι στο Νέο Κύμα «μαζεύονταν καμιά δεκαριά άτομα στις μπουάτ, ήταν τρεις κι ο κούκος και νόμιζαν ότι περνούσαν καλά»…

(γελάει) Εδώ που τα λέμε, δεν είχε κι άδικο ο Πανούσης. Κάπως έτσι ήταν, μπορεί να ήταν. Δεν είναι τυχαίο ότι εμένα που με βλέπετε και γνωρίζετε το έργο μου, ίσως να μη γνωρίζετε ότι γουστάρω πολύ το σκυλάδικο και ένα τραγούδι που σνομπάρεται ως πιο εξωστρεφές.

Σαν το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ», έτσι; Καίγονταν τα μαγαζιά με το κομμάτι αυτό στις αρχές του ’90.

Να σας πω μια αστεία ιστορία; Κάποτε, όχι πολλά χρόνια πίσω, βρίσκομαι κάπου μ’ έναν νεότερο συνάδελφό, συνθέτη. Με εκτιμούσε πολύ ο άνθρωπος, μου μιλούσε όλο σεβασμό για τις ποιητικές «Ανθολογίες» μου, σίγουρα θά’λεγε «ποιον έχω δίπλα μου τώρα, κάτσε καλά»! Με ρωτάει, λοιπόν, ποιο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι, γενικώς, όχι δικό μου, αλλά εγώ του απαντάω «Το ”Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο”», σίγουρος ότι δεν είχε ιδέα πως ήταν δικό μου. Και, όντως, δεν είχε! «Αυτή τη μαλακία, κύριε Σπανέ;» γυρνάει και μου κάνει έκπληκτος! «Εγώ την έχω γράψει τη μαλακία αυτή» του απαντάω και άλλαξε δέκα χρώματα. Ε, τον πήρα με το καλό τον άνθρωπο, σιγά μη χαλάγαμε τις καρδιές μας για τέτοιο λόγο. Πόσοι ξέρουν ότι το τραγούδι αυτό με την Κούκα είναι το μοναδικό σουξέ μου με όλη την έννοια της λέξης; Κι ας έχω γράψει την «Οδό Αριστοτέλους» με την Αλεξίου ή το «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» με τη Μοσχολιού. Σουξέ – σουξέ ήταν μόνο το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο», παιζόταν παντού απ’ το πρωί ως το βράδυ και μου έφερε και πολλά χρήματα, όσα δεν μου’χαν φέρει δίσκοι μου ολόκληροι, που εσείς ενδεχομένως λατρεύετε.

Κατανοητό. Η ενοχοποίηση της χαράς τελικά καλά κρατεί ακόμη.

Πολύ σωστό! Όταν το τσιφτετέλι έχει ταυτιστεί με την ευτέλεια, που για μένα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, λογικό είναι να σνομπάρονται μερικά τραγούδια απλά και μόνο επειδή είναι πετυχημένα εμπορικά.

Του Χατζιδάκι θα του άρεσε, λέτε, το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο»;

Μάλλον, αλλά στα κρυφά, δηλαδή μπορεί να μην το υποστήριζε ανοιχτά.

Από κόμπλεξ; Δεν νομίζω.

Όχι, ούτε εγώ το νομίζω, δεν είχε τέτοια θέματα ο Χατζιδάκις. Απλά ποτέ δεν υπηρέτησε ένα τέτοιο είδος τραγουδιού ή προφανώς δεν του βγήκε του ανθρώπου.

Και το «Γαρίφαλο στ’ αυτί»;

Νομίζετε πως εκτιμούσε τη λαϊκή πλευρά του ο Χατζιδάκις;

Ναι, αλλά υπό άλλη οπτική. Λαϊκές μπορεί να ήταν γι’ αυτόν οι «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», ένα μάλλον δύσκολο για τον μέσο ακροατή έργο.

Ο Χατζιδάκις έπαιζε αυτός με τις εταιρείες, όχι αυτές μαζί του. Έκανε ότι ήθελε, δεν λέμε κάτι πρωτότυπο τώρα.>
Το «Χασάπικο 40», το γνωστό «Ήλιε μου – ήλιε μου, βασιλιά μου» από το δίσκο των Μάνου Χατζιδάκι – Νίκου Γκάτσου «Της γης το χρυσάφι» (1972) με τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη, σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας του Γιάννη Σπανού 

Πάντως, το δίσκο «Της γης το χρυσάφι» που ενορχηστρώσατε όσο απουσίαζε στην Αμερική, σχεδόν τον είχε αποκηρύξει.

Ναι, αλλά όχι λόγω ενορχήστρωσης. Τον καταλαβαίνω. Όπως έχω ξαναπεί, ο Χατζιδάκις, φεύγοντας, άφησε στον Λαμπρόπουλο μπομπίνες με έτοιμα έργα του για να έβαζε στίχους ο Γκάτσος και να τα έφτιαχναν άλλοι ώστε να έβγαιναν στην αγορά. Θέμα συμβολαίου ήταν, πιστεύω. Δεν ήταν κακά τα τραγούδια αυτά, σε καμία περίπτωση, απλώς ο Χατζιδάκις είχε ήδη κατά νου τον «Μεγάλο Ερωτικό», που σαν έργο ήταν πολύ μπροστά απ’ οτιδήποτε είχε κάνει ίσαμε τότε. Ήρθε εδώ, έκανε το «Πολύτροπον», πρότεινε καινούργια πράγματα, άρχισε για τα καλά να γυρνάει την πλάτη σ’ αυτό που λέμε λαϊκή αποδοχή. Γι’ αυτό είπα έκανε ότι ήθελε!

Ενώ εσείς όχι;

Εγώ ας πούμε ότι ξοδεύτηκα και γιατί έτσι ήθελα, έτσι μου έβγαινε δηλαδή, αλλά και γιατί το γούσταρα. Από’να σημείο και μετά όλες οι εταιρείες με φώναζαν για να κάνω δίσκο με τον τάδε πρωτοεμφανιζόμενο, που τον πίστευαν, ή την τάδε φίρμα. Αυτό είχε και τα καλά του! Σχηματίστηκε μια μεγάλη οικογένεια τραγουδιστών και μουσικών, στο επίκεντρο των οποίων πάντοτε αισθανόμουν, αλλά όχι μόνο με τη δουλειά. Εννοώ με τα ξενύχτια μας, τα πιώματα μας, τη συντροφιά, τις κουβέντες. Μη νομίζετε, πολλοί τα έχουν στερηθεί αυτά, γιατί υπήρξαν μονομανείς με τη δουλειά τους και ζούσαν μεταξύ σπιτιού και στούντιο. Μακριά από μένα αυτό, δεν το ήθελα και δεν το έκανα ποτέ.

Τα λέτε τόσο ωραία, αλλά βγάζετε και έναν κυνισμό, αν μου επιτρέπετε.

Κυνισμό; Γιατί; Ο πρώτος που μου το λέει είστε. Θα περιμένατε να σας πω άλλα σαν κι εκείνον τον συνθέτη με το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο»;

Απλά αντιμετωπίζω εδώ, επί του ποδός, αυτή σας την εξωστρέφεια σαν μια άμυνα απέναντι στα σκοτάδια σας.

(σκέφτεται) Σας είπα, είμαι το ίδιο μοναχικός, όσο και συντροφικός. Αν τα σκοτάδια εμπεριέχουν κακές ή πονηρές σκέψεις, δεν είχα ποτέ για κανέναν και είμαι ήσυχος με τη συνείδηση μου.

Αυτό το πιστεύω. Δεν θα ακούσεις κακή κουβέντα για τον Σπανό από κανέναν συνάδελφό του. Άσε τον απλό κόσμο.

Ξέρετε γιατί; Γιατί το επιδιώκω με τη στάση μου που λέγαμε στην αρχή. Ένας τύπος που περπατάει και είναι αλλού για αλλού, επειδή και μόνο είναι φίρμα, τό’χει χάσει το παιχνίδι και δεν το ξέρει.

Εγώ, πάντως, τη μοναδική φορά που συνάντησα τον Οδυσσέα Ελύτη στα 17 μου, στο Κολωνάκι, κρατούσε ομπρέλα κι είχε ένα ύφος «μη μου τους κύκλους τάρατε». Δεν τον έκανε λιγότερο σημαντικό η στάση του αυτή.

Δεν ξέρουμε καταρχάς αν ήταν έτσι πάντα, αν και έτσι θα ήταν. Μάλλον…Ο Ελύτης είναι ποιητής, και καβάλα στ’ άλογο να τον βλέπατε στο Κολωνάκι, δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση εμένα.

Αποποιείστε τον χαρακτηρισμό του συνθέτη – ποιητή; 

Δεν με έχουν πει ποτέ έτσι. Ελπίζω να θυμάμαι σωστά.

Δεν πειράζει, σας χαρακτηρίζω εγώ τώρα.

Λοιπόν, δεν τον αποποιούμαι τον χαρακτηρισμό και σας ευχαριστώ, αναλογιζόμενος κι εγώ ότι η μελοποίηση συχνά είναι αντάξια ενός ποιήματος.

Συμφωνώ. Μελοποιήσατε Καββαδία, Καρυωτάκη, ποιητές του Μεσοπολέμου. 

Αυτά ήταν παραγγελίες του Πατσιφά που είχε μεγάλες γνώσεις για την ποίηση και πίστευε στην αναγέννηση του τραγουδιού μέσω του κύκλου των ποιητών, που ανήκε: Του Γκάτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη. Πίστευε στο ταλέντο μου, σε μένα, οπότε οι μελωδίες μου βγήκαν αβίαστα. Έχω μεγάλη ευχέρεια στη μελοποίηση, ξέρετε.>
Και στις ξένες γλώσσες έχετε ευχέρεια, όπως μου είχατε πει.

Αυτή είναι μια σωστή παρατήρηση και «κολλάει», αν σκεφτείτε πως για μένα η ελληνική ποίηση σαν ξένη γλώσσα ήτανε. Στο Παρίσι μάθαινα τους Γάλλους σουρεαλιστές και υπαρξιστές ποιητές, που μπορεί να αποτελούσαν επιρροή και των δικών μας ποιητών, αλλά εγώ αυτούς ήξερα και όχι τους δικούς μας. Φανταστείτε πόσο καλό μου έκανε ο Πατσιφάς, ο Παπαστεφάνου, ο Κωτούλας, η παρέα αυτή με μύησε ουσιαστικά στον ακριβό ποιητικό στίχο.

Φοβηθήκατε μην αρχίσετε να σκέφτεστε πολύ γαλλικά;

Τι ερώτηση ειν’ αυτή; (σκέφτεται) Οι Γάλλοι, ιδίως οι διανοούμενοι, είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τον κόσμο τον απλό, τον λαϊκό. Απ’ αυτούς κληρονόμησα κι εγώ τη λαϊκότητα μου, ερχόμενος σε μιαν άλλη κοινωνία, τη δικιά μας, που είχε θεοποιήσει τους συνθέτες και τους τραγουδιστές.

Αυτό μετά τη Μεταπολίτευση, όταν εσείς όμως γράφατε εντελώς λαϊκά τραγούδια πια.

Δεν με χάλαγαν καθόλου τα τραγούδια του Θεοδωράκη, του Λοΐζου και του Μαρκόπουλου. Ήταν πολιτικοί; Σαφώς και ήταν! Ήταν και εξαίρετοι μελωδοί, όμως! Εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω πολιτικό τραγούδι, το έκαναν αυτοί και άλλοι και πολύ καλά μάλιστα. Εμένα με ενδιέφερε να δουλεύω με φωνές που μου άρεσαν, από του Πουλόπουλου, που ήταν δική μου ανακάλυψη, ή του Κόκοτα μέχρι της Αλεξίου και της Γαλάνη. Ε, όταν τα κομμάτια γίνονταν επιτυχίες, χαιρόμουν γιατί το πείραμα κάθε φορά πετύχαινε καλλιτεχνικά και εμπορικά. Το «εμπορικά» όχι πάντα, μην παρεξηγηθώ. Δεν με ενδιέφερε αυτό για να το τονίζω τώρα σε μία ιδιαίτερη συνομιλία μου μαζί σας.

Θα κοντέψω να γίνω εμμονικός: Μήπως η καριέρα στη Γαλλία και η στέρηση μιας Ελλάδας που μεσουρανούσε το λαϊκό τραγούδι, σας έριξαν με τα μπούνια στο παιχνίδι αυτό;

Αν το δεχτώ ως παιχνίδι, όπως το λέτε, δεν έχω πρόβλημα να το παραδεχτώ. Στην πραγματικότητα, όμως, ποτέ δεν εγκατέλειψα τις μπαλάντες, τα πιο ήσυχα τραγούδια ή τις ερωτικές μελωδίες, αν θέλετε.

Είστε της χαρμολύπης άνθρωπος;

Νομίζω, ναι. Το βρίσκω υγεία αυτό.

Μια μεγάλη χαρά σας πάει στα ουράνια;

Όχι ακριβώς. Ή, πιστεύω, ναι. Δεν ξέρω…

Μια μεγάλη λύπη σας πάει στα τάρταρα;

Αυτό, ναι. Είμαστε ως άνθρωποι εκ φύσεως πιο επιρρεπείς στη λύπη παρά στη χαρά.

Μήπως είστε οριακή προσωπικότητα;

Δεν έχω εξάρσεις, δεν μου αρέσουν οι ακρότητες, συνεπώς όχι, δεν είμαι.

Ακρότητα δεν είναι που έχετε πιει τρία ουίσκι απογευματιάτικα;

Θα ήταν, αν το ξεκίναγα τώρα, στα 80 μου. Εγώ πίνω μια ζωή, από τότε που με θυμάμαι.

Πίνατε και μαζί με τον Σερζ Γκενζμπούργκ;

Ω, καλά, αυτός έπινε τον Σηκουάνα. Ερχόταν συχνά τύφλα στο μεθύσι, αλλά όταν έκανε τα δικά του, κιχ δεν άκουγες. Εγώ, τότε, πως να έπινα μαζί του; Ήμουν ο ακομπανιαντέρ του, και νά’θελα δεν θα γινόταν. Μετά έπινα μόνος μου ή με άλλη παρέα.

Σας φαντάζομαι νέο, μαυροντυμένο, να πίνετε φτηνό κρασί, σαν μπήτνικ ποιητής.

Και φτηνό, και ακριβό. Όχι μπήτνικ, μποέμ καλύτερα! Έζησα μποέμικα, μου πάει περισσότερο!

Σας απασχολεί η φθορά του σώματος;

Ναι, όπως όλους. Και ταυτόχρονα όχι, γιατί είναι μέρος του κύκλου της ζωής. Ήρθαμε, θα φύγουμε, δεν υπάρχει κάτι άλλο.

Να μην το επισπεύδουμε όμως.

Κοιτάξτε, αυτό είναι το κάτι άλλο. Εσείς που καπνίζετε, δεν ακούτε μη και μη;

Συνέχεια. Ελπίζω να μην σας καταπιέζω τώρα.

Όχι, δεν με καταπιέζετε, δεν θα με ρώταγε και άλλος κανείς ανοιχτά για ένα τέτοιο θέμα ώστε να δυσανασχετήσω. Τα ίδια λέμε πάνω – κάτω…

Ποιο μέρος στον κόσμο θεωρείτε πιο δικό σας;

Το Κιάτο φυσικά που έχω το κτήμα μου και το απολαμβάνω. Μη φανταστείτε κτήμα, έναν βοτανικό κήπο έχω φτιάξει με μεγάλη επιμέλεια και φροντίδα. Θα τολμούσα να πω ότι αυτή η ενασχόληση έχει για μένα την ίδια αξία μ’ αυτήν της μουσικής μου. Για μένα μιλάω, έτσι; Μπορεί να ακούγεται κάπως για έναν που λιώνει με το «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» και όχι για τα φυτά με ταμπελάκια, όπως έχω βάλει εγώ στα δικά μου.

Θα σας πω μερικά ονόματα να μου τα σχολιάσετε γρήγορα: Μάνος Ελευθερίου.

Ποιητής.

Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Κι αυτός ποιητής. Ποτέ δεν ξεχώρισα τον στιχουργό από τον ποιητή αν έγραφε δυνατό στίχο. Δεν είναι ποιήματα ορίτζιναλ οι «Άνθρωποι μονάχοι» και η «Οδός Αριστοτέλους»; Τι τα διαφοροποιεί, το ότι δεν τα πρωτόδαμε μέσα σε βιβλία, αλλά τα ακούσαμε από το πικάπ μας ή το ραδιόφωνο;

Διονύσης Θεοδόσης.

Πολύ καλός τραγουδιστής και πολύ καλό παιδί. Άτυχος…

Βίκυ Μοσχολιού.

Μία πολύ μεγάλη ερμηνεύτρια.

Γιώργος Χατζηνάσιος.

Καλός συνθέτης, φίλος, συνάδελφος.

Δεν έχει νόημα να σας απαριθμήσω ονόματα νεότερων. Έχετε συνεργαστεί με πληθώρα νέων παιδιών, τραγουδιστές και τραγουδίστριες, είστε κάτι σαν σχολείο γι’ αυτούς.

Χαρά μου. Καθώς οι εποχές προχωράνε και αλλάζουν, οφείλουμε να αλλάζουμε κι εμείς. Βγαίνουν πολλά νέα και ταλαντούχα παιδιά, γιατί να μην πάρουν τα φώτα μας; Είναι ατυχία που τα παιδιά αυτά δεν έπαιξαν ποτέ σε αλάνες, δεν μάτωσαν στα χώματα, μπορούν όμως να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους ευκολότερα απ’ ότι εμείς στα χρόνια τους. Επιπλέον, κάθε νέα ερμηνεία σε ένα παλιό μου τραγούδι μπορεί να φανερώσει μια καινούργια πτυχή του.

Για τη σκηνή των τραγουδοποιών του ’90 τι θα λέγατε;

Κοιτάξτε, όλοι μια οικογένεια είμαστε. Τους εκτιμώ και με εκτιμούν οι περισσότεροι. Πως να μην μου αρέσει ο Ορφέας Περίδης με τη ζεστή ερμηνεία στα τραγούδια του; Ο Αλκίνοος, επίσης, που γράφει όμορφα ή ο Δώρος Δημοσθένους, ένας τραγουδιστής με τον οποίο έχω δουλέψει; Λένε πολλοί τι έμεινε απ’ τα τραγούδια του Θαλασσινού, του Παπαδημητρίου – τα ίδια λέγανε και για μας το ’70 και το ’80. Και μόνο το ότι οι καλλιτέχνες αυτοί έμειναν σαν σημείο αναφοράς και αυτή τη στιγμή τους συζητάμε, φανερώνει πως άφησαν έργο. Επιπλέον, όλοι αυτοί μου αρέσουν γιατί δείχνουν πολύ πιο απενοχοποιημένοι σε σχέση με το λαϊκό τραγούδι, συγκριτικά με εμάς της παλιάς σειράς.

Νιώθετε τυχερός άνθρωπος;

Όσο ζω και μιλάω με τους ανθρώπους, καλή ώρα, όσα κάνω – τα λίγα πια που σχεδιάζω μεσ’ στο κεφάλι μου – και όσο περπατάω στο δρόμο και δεν μου λένε «Τι μεγάλος συνθέτης που είστε», απλά για να μου πουν κάτι, νιώθω την ευλογία μιας ζωής μεσ’ στην πληρότητα και στις επιθυμίες που δεν σκεπάστηκαν.

Θέλετε να κλείσουμε καβαφικά, λοιπόν.

Δεν το σκέφτηκα έτσι, αλλά συνέβη αυθόρμητα, αφού δεν έχει πολύ καιρό που κυκλοφόρησε ο μελοποιημένος Καβάφης μου.

Ναι, με τον Μανώλη Μητσιά, ένα έργο που υπήρχε για χρόνια στο συρτάρι σας.

Ο Καβάφης είναι ειδική περίπτωση ποιητή, δεν θα μπορούσε να βγει αποσπασματικά από μένα. Σίγουρα όταν τον είχα ολοκληρώσει, δεν θα μου δινόταν η ευκαιρία να τον εκδώσω με τα ίδια στάνταρ του παρελθόντος. Είχα αναζητήσει αρκετούς τραγουδιστές. Είχα μιλήσει με τον Παντελή Θεοχαρίδη από τη Θεσσαλονίκη και μετά ήθελα πολύ να το τραγουδούσε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Μου αρέσουν αυτά τα δύο παιδιά, ο ένας έχει κάτι λαϊκό και πολύ λυρικό ταυτόχρονα, ενώ ο άλλος κουβαλάει όλη την ευαισθησία που θα απαιτούσαν οι ερμηνείες στον Καβάφη. Δεν μπορούσαν, όμως, έκαναν τα δικά τους και το καταλαβαίνω γιατί και μένα μου είχε τύχει ν’ αφήσω μια δουλειά λόγω υποχρεώσεων. Τελικά το τραγούδησε ο παλιός φίλος και συνεργάτης μου, ο Μανώλης Μητσιάς, που καλό θα ήταν τώρα να το στηρίξει στις συναυλίες του.

Σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη δεύτερη συνομιλία μας που δεν ξέρω που και πότε θα δημοσιευθεί.

Εγώ ευχαριστώ πολύ, τέτοια κουβέντα με άνθρωπο που δεν είναι φίλος μου, είχα πολλά χρόνια να κάνω.

Κόρινθος: Συνεδριάζει αύριο Τετάρτη 1 Νοεμβρίου το Δημοτικό Συμβούλιο

Previous article

Αγώνας κυπέλλου ΠΑΣ Κύψελος – Πανευρωστινιακός την Τετάρτη στο γήπεδο της Λυκοποριάς

Next article

You may also like

Comments

Comments are closed.