γράφει η Γεωργία Καρκάνη
Γυναίκες με φτωχικά ρούχα, μωρά πλανταγμένα στο κλάμα, βρόμικοι ντεσκαμισάδος στριμώχνονται στους βελούδινους διαδρόμους του Υπουργείου Εργασίας. Όταν εκείνη καταφθάνει το πλήθος την υποδέχεται σαν μεσσία και η Εβίτα κάνει τα πάντα για να μην το απογοητεύσει. Ανταποκρίνεται με θέρμη στις εκδηλώσεις αγάπης του, δεν διστάζει να φιλήσει λεπρούς και φυματικούς ενώ κατευθύνεται στο γραφείο όπου θα περάσει μία ακόμη ημέρα σκυμμένη πάνω από τα προβλήματα του κόσμου που έχει έρθει να ζητήσει τη βοήθειά της. Η εικόνα της λουσάτης καλλονής που αγκαλιάζει τον λαό της δίχως περιφρόνηση μοιάζει αλλόκοτη, ωστόσο αντανακλά πιστά ένα είδωλο γεμάτο αντιφάσεις, της γυναίκας που αγαπήθηκε και μισήθηκε από την Αργεντινή με πάθος.

η Εύα Περόν σε ηλικία 7 ετών.
Γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1919 στο Λος Τόλδος, ένα χωριό των αργεντίνικων πάμπας, από μια γοητευτική Ινδιάνα, τη Χουάνα Ιμπαργκούρεν, και τον παράνομο εραστή της, τον γαιοκτήμονα Χουάν Ντουάρτε. Παρόλο που ο Ντουάρτε δεν αναγνώρισε ποτέ τα παιδιά τους, η Χουάνα τους έδωσε το όνομά του. Το 1935 η Εύα Μαρία Ντουάρτε, κατά κόσμον Εβίτα, πήγε στο Μπουένος Άιρες με το όνειρο να γίνει ηθοποιός – λέγεται ότι ακολούθησε τον διάσημο τριανταεπτάχρονο τραγουδιστή τανγκό Αγκουστίν Μαγκάλδι. Κανένας δεν γνωρίζει το πώς ακριβώς κατάφερε να επιβιώσει τα πρώτα χρόνια. Στη δεκαετία του ‘30 οι καλλιτέχνιδες στο Μπουένος Άιρες θεωρούνταν αμφιβόλου ηθικής. Κόρες φτωχών οικογενειών οι περισσότερες, αναγκάζονταν να βρουν “προστάτες” που τις εξασφάλιζαν οικονομικά. Πάντως η Εβίτα σύντομα εξασφάλισε μία θέση στις κοσμικές στήλες των περιοδικών, υποδυόμενη κυρίως ρόλους σε ραδιοφωνικές σαπουνόπερες.
Με τον Χουάν Ντομίνγκο Περόν συναντήθηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1944 σε ένα φιλανθρωπικό γκαλά. Πέρασαν όλη τη νύχτα μαζί, μέσα σε μία εβδομάδα έκαναν την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση και παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1945. Την εποχή της γνωριμίας τους ο Περόν ήταν ένας σαρανταοκτάχρονος χήρος, που κατείχε δύο θέσεις στη στρατιωτική κυβέρνηση, ως υπουργός Στρατιωτικών και Εργασίας. Σύμφωνα με τη βιογραφία των Νίκολας Φρέιζερ και Μαρίζα Ναβάρο “Evita: The real life of Eva Peron”, θεσπίζοντας μια σειρά από φιλολαϊκά μέτρα και ενθαρρύνοντας τη δημιουργία εργατικών σωματείων είχε καταφέρει να κερδίσει τη συμπάθεια των εργατών της Αργεντινής, οι οποίοι αργότερα θα γίνονταν γνωστοί ως ντεσκαμισάδος (“χωρίς πουκάμισο“). Παράλληλα όμως είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της Ολιγαρχίας, που είδε τα συμφέροντά της να διακυβεύονται, αλλά και μελών της ίδιας της κυβέρνησης, οι οποίοι ένιωσαν να απειλούνται από τη δύναμη που συγκέντρωνε στα χέρια του. Οι φόβοι τους επαληθεύτηκαν στις εκλογές της 24ης Φεβρουαρίου του 1946, όταν εξελέγη πρόεδρος με ποσοστό 52%.
Η πολιτικός Εβίτα
Οι μορφωμένοι και διακεκριμένοι άντρες που απάρτιζαν τον κύκλο του Περόν αποδοκίμασαν από την αρχή τη σχέση του με την αρτίστα, ακόμη και μετά το 1945, όταν εκείνη αποφάσισε να εγκαταλείψει την καλλιτεχνική καριέρα της. Όπως ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, η τοποθέτηση της Εβίτα στο Υπουργείο Εργασίας μετά την εκλογή του Περόν πήρε διαστάσεις σκανδάλου. Είναι αλήθεια ότι η εικοσιεξάχρονη τότε “πρώτη κυρία” αρχικά αγνοούσε βασικά ζητήματα. Για παράδειγμα όταν πληροφορήθηκε ότι οι δημοτικοί πυροσβέστες επρόκειτο να κάνουν απεργία αναρωτήθηκε γιατί δεν οργανώνονται σε σωματείο και όλοι γέλασαν μαζί της – δεν ήξερε ότι ως μέλη της αστυνομίας δεν είχαν δικαίωμα να συνδικαλιστούν. Είναι επίσης αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια ήταν μια μέτρια ομιλήτρια, που χρησιμοποιούσε σύντομες, ασαφείς φράσεις και κατέφευγε σε ελιγμούς όταν έπρεπε να απαντήσει σε ερωτήσεις. Ωστόσο πίσω από αυτή την απόφαση του Περόν κρύβονταν πολιτικοί λόγοι. Ο συνταγματάρχης δεν θα μπορούσε να εμπιστευτεί σε κανέναν το Υπουργείο που τον είχε φέρει ουσιαστικά στην εξουσία πέρα από τη γυναίκα που είχε γίνει η “σκιά” του. Και αντιλαμβανόταν ότι η Εβίτα είχε ήδη κερδίσει μία θέση στο συλλογικό φαντασιακό του λαού της Αργεντινής.
Αλλά η δράση στην οποία επιδόθηκε με μεγαλύτερο πάθος ήταν η κοινωνική προσφορά. Το 1948, αφού ανακοίνωσε ότι “είναι καιρός η φιλανθρωπία να αντικατασταθεί από την κοινωνική δικαιοσύνη“, αντικατέστησε την αναχρονιστική φιλανθρωπική οργάνωση Sociedad de Beneficencia με το Ίδρυμα Εύα Περόν, το οποίο ευαγγελιζόταν τη στήριξη των μη προνομιούχων. Σε μεγάλο βαθμό εκπλήρωσε τις υποσχέσεις του: μεταξύ άλλων, έχτισε χιλιάδες σχολεία σε φτωχές περιοχές και αναβάθμισε τον εξοπλισμό των δημόσιων νοσοκομείων. Πολλές φορές όμως, όπως γράφουν οι βιογράφοι Νίκολας Φρέιζερ και Μαρίζα Ναβάρο, το Ίδρυμα δεν δίστασε να καταφύγει σε αθέμιτα μέσα, εκβιάζοντας “δωρεές” από ιδιωτικές εταιρείες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μιας φαρμακοβιομηχανίας που αρνήθηκε να το στηρίξει. Το Υπουργείο Υγείας, αφού τής διέκοψε την παροχή ρεύματος, προχώρησε στον έλεγχο της μονάδας κρίνοντάς τη φυσικά ακατάλληλη.
Η κοκέτα Εβίτα
Ήταν λίγο σουρεαλιστικό αυτό το θέαμα της στολισμένης κυρίας που αγκάλιαζε και φιλούσε κουρελήδες και αρρώστους. Ωστόσο δεν αναιρούσε το γεγονός ότι η Εβίτα τρελαινόταν για την πολυτέλεια. Ειδικά στην αρχή της πολιτικής σταδιοδρομίας της επέμενε να ντύνεται κραυγαλέα, με περίτεχνα χτενίσματα, ψηλά τακούνια και τεράστια καπέλα. Λάτρευε τόσο πολύ τα κοσμήματα, που δεν δίσταζε να καταφύγει σε κατάχρηση εξουσίας για να διαπραγματευτεί την τιμή τους. Ο Ριτσιάρντι, ο σημαντικότερος κοσμηματοπώλης στο Μπουένος Άιρες, έκρυβε τα καλύτερα κομμάτια του κάθε φορά που πληροφορείτο ότι έρχεται η Εβίτα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια το ντύσιμό της έγινε πιο σοφιστικέ, συμβατό με τα νέα καθήκοντά της. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι στιλιστικές συμβουλές της Λίλιαν Γκουάρντο, η οποία για ένα διάστημα είχε γίνει αχώριστη με την Εβίτα – όχι απαραίτητα με τη θέλησή της: Όπως ισχυρίστηκε η Γκουάρντο, η “πρώτη κυρία” της Αργεντινής επιζητούσε διαρκώς την παρέα της μη διστάζοντας να γίνει πιεστική όταν εκείνη επιχειρούσε να ξεκλέψει λίγο χρόνο για τα παιδιά της. Οι μαρτυρίες της Γκουάρντο σκιαγραφούν μια Εβίτα πολύ διαφορετική από την εικόνα της δυναμικής πολιτικού. Μια γυναίκα με παιδικές ανασφάλειες, που δεν μπορούσε να διαχειριστεί τη μοναξιά και τον φόβο της αποτυχίας.
Η κατάρρευση
Το 1950 η Εβίτα υποβλήθηκε σε επέμβαση αφαίρεσης σκωληκοειδίτιδας. Ο προεγχειρητικός έλεγχος έδειξε ότι πάσχει από καρκίνο της μήτρας. Οι γιατροί, παρόλο που κατά πάσα πιθανότητα δεν της το αποκάλυψαν, της συνέστησαν ξεκούραση. Η Εβίτα όχι μόνο παράκουσε τις συμβουλές τους αλλά μετά την επέμβαση άρχισε να εργάζεται σκληρότερα. Ανατρέχοντας στο 1950 και το 1951, ο Περόν έχει γράψει: “Η Εύα δούλευε όλη τη νύχτα, για πολλές συνεχόμενες νύχτες, και επέστρεφε το ξημέρωμα. Εγώ συνήθως έφευγα για το γραφείο στις έξι το πρωί και τη συναντούσα στην είσοδο του σπιτιού, εξαντλημένη αλλά ικανοποιημένη με τη δουλειά της”.
Το 1951 η Εβίτα έβαλε υποψηφιότητα για τη θέση της αντιπροέδρου, αλλά σύντομα αναγκάστηκε να την αποσύρει, γιατί δεν μπορούσε να κρύψει πλέον τα συμπτώματα της αρρώστιας της. Είχε γίνει χλωμή, πετσί και κόκαλο, υπέφερε από σοβαρές αιμορραγίες και κοιλιακούς πόνους. Στα μέσα Σεπτεμβρίου δέχτηκε να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις που διέγνωσαν ότι o καρκίνος της μήτρας ήταν σε προχωρημένο στάδιο. Η Εβίτα πέθανε στις 26 Ιουλίου του 1952. Η χώρα βυθίστηκε στο πένθος. Για πάνω από δύο εβδομάδες ο κόσμος που συμμετείχε στο λαϊκό προσκύνημα σχημάτιζε τεράστιες ουρές που εκτείνονταν σε καμιά τριανταριά τετράγωνα προς όλες τις κατευθύνσεις. Κατόπιν η σορός της μεταφέρθηκε στο κτίριο της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας CGT, όπου ταρριχεύτηκε και φυλάχθηκε με σκοπό να μεταφερθεί στην τελευταία κατοικία της, ένα μεγάλο μνημείο που θα έχτιζε ο Περόν προς τιμήν της. Το μνημείο δεν αναγέρθηκε ποτέ.

Πλήθη φτωχών από τις παραγκούπολεις άρχισαν να κατακλύζουν το κυβερνητικό κτίριο. Η Εβίτα τούς υποδεχόταν εγκάρδια έναν-έναν, άκουγε υπομονετικά το πρόβλημά τους και κατόπιν προσπαθούσε να βρει μια λύση.
Ο “λαϊκός ηγέτης” που έγινε δικτάτορας
Όσο εντυπωσιακή κι αν είναι η προσωπικότητα της Εβίτα, δεν αλλάζει το γεγονός ότι συνδέθηκε με την προπαγάνδα του ολοκληρωτικού καθεστώτος του Περόν. Γιατί ο συνταγματάρχης, παρόλο που ανήλθε στο προεδρικό αξίωμα με τη λαϊκή υποστήριξη και διατήρησε τον ρόλο του Κογκρέσου, σταδιακά μεταβίβασε την εξουσία στον εαυτό του και στους στενούς συνεργάτες του. Μέσα στην ίδια τη χρονιά της εκλογής του ανάγκασε σε παραίτηση τον γενικό γραμματέα της CGT και τους τέσσερις εισαγγελείς του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντικαθιστώντας τους με δικούς του ανθρώπους. Επέβαλε στον Τύπο αυστηρή λογοκρισία και άρχισε την προπαγάνδα, στην οποία δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί ακόμη και την επιρροή οργανισμών όπως το Ίδρυμα Εύα Περόν.

Η Εβίτα πέθανε στις 26 Ιουλίου του 1952. Η χώρα βυθίστηκε στο πένθος. Για πάνω από δύο εβδομάδες ο κόσμος που συμμετείχε στο λαϊκό προσκύνημα σχημάτιζε τεράστιες ουρές που εκτείνονταν σε καμιά τριανταριά τετράγωνα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Μέσα σε λίγα χρόνια έχασε ακόμη και την υποστήριξη των εργατικών συνδικάτων, καθώς αδυνατούσε πλέον να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του, λόγω της ραγδαίας αύξησης πληθωρισμού και του εμπορικού ελλείμματος της Αργεντινής. Εγκατέλειψε τη χώρα εν μία νυκτί τον Σεπτέμβριο του 1955, μόλις τρία χρόνια μετά τον θάνατο της Εβίτα. Στη ραγδαία παρακμή του δεν είχε οδηγήσει μόνο η απώλεια της γυναίκας του –παρόλο που κι αυτή τού είχε στερήσει ένα μέρος της δυναμικής του– αλλά πολλοί ακόμη παράγοντες: η τραγική κατάσταση της οικονομίας, τα σκάνδαλα, και τα αυστηρά μέτρα “ασφαλείας” που είχαν μετατρέψει την Αργεντινή σε αστυνομοκρατούμενο κράτος, όπως οι φυλακίσεις και οι βασανισμοί των αντιπάλων του.
Θεωρίες συνωμοσίας για ένα πτώμα
Όταν ανήλθε στην εξουσία η νέα στρατιωτική κυβέρνηση, επιδίωξε να καταστρέψει κάθε σύμβολο του Περονισμού, με πρώτο και ισχυρότερο το ταρριχευμένο σώμα της Εβίτα. Ο πρόεδρος Πέδρο Αραμπούρου ανέθεσε στους συνεργάτες του να το εξαφανίσουν και για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις έστειλε διάφορα φέρετρα στις πρεσβείες της Αργεντινής στη Γερμανία, την Ιταλία και το Βέλγιο. Όταν η “επιχείρηση” ολοκληρώθηκε, παρέλαβε έναν φάκελο που περιείχε όλες τις λεπτομέρειες για την πραγματική τύχη της σορού. Τον παρέδωσε στον δικηγόρο του με την εντολή να ανοιχθεί μετά τον θάνατό του. Τα επόμενα χρόνια οι φήμες οργίασαν. Κάποιοι έλεγαν ότι το σώμα είχε αποτεφρωθεί, άλλοι ότι είχε τοποθετηθεί στην κρύπτη της μητέρας της ή ότι είχε ταφεί μυστικά σε ένα απομονωμένο κοιμητήριο. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επέμειναν ότι είχε ριχθεί από ένα αεροπλάνο στον Ρίο ντε λα Πλάτα, ζητώντας να γίνουν έρευνες στην κοίτη του ποταμού.
Η κρίση στην οποία βυθίστηκε η χώρα μετά την πρώτη περίοδο του Περονισμού έκανε την επιστροφή του Περόν να μοιάζει ως η μοναδική διέξοδος. Το 1970 ο πρώην πρόεδρος Αραμπούρου απάχθηκε από αντάρτες και εκτελέστηκε. Ο δικηγόρος του παρέδωσε τον φάκελο στον διάδοχό του, τον Αλεχάντρο Λαμούς, ο οποίος ανοίγοντάς τον διάβασε το όνομα ενός ιερέα και ενός κοιμητηρίου στο Μιλάνο. Ο στρατηγός Καμπανίγιας, που εστάλη σε μυστική αποστολή στην Ιταλία, εντόπισε τη σορό της Εβίτα σε ένα μνήμα με ψεύτικο όνομα.
Όταν επανεξελέγη ο Περόν το 1972 δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το σώμα της Εβίτα. Η μνήμη της απασχόλησε περισσότερο την τρίτη σύζυγό του, Ιζαμπέλ, η οποία τον διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του το 1974. Τελικά το ταλαιπωρημένο λείψανο επέστρεψε στην Αργεντινή το 1976 και ετάφη στο κοιμητήριο Ρεκολέτα. Το μνήμα της δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, λέγεται όμως ότι έχει κατασκευαστεί τόσο ανθεκτικό, ώστε να αντέχει ακόμη και σε βομβιστικές επιθέσεις. Είναι κλειδωμένο και τα μοναδικά κλειδιά βρίσκονται στην κατοχή των αδελφών της. Ίσως αυτά τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας να εκφράζουν έναν μεταφυσικό φόβο. Τον φόβο ότι θα επιστρέψει, όπως είχε υποσχεθεί στους ντεσκαμισάδος σε μια από τις τελευταίες, μεσσιανικές ομιλίες της.

Το μνήμα της δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, λέγεται όμως ότι έχει κατασκευαστεί τόσο ανθεκτικό, ώστε να αντέχει ακόμη και σε βομβιστικές επιθέσεις. Ίσως τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας να εκφράζουν έναν μεταφυσικό φόβο. Τον φόβο ότι θα επιστρέψει, όπως είχε υποσχεθεί στους ντεσκαμισάδος.
Info
Οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο “Evita: The real life of Eva Peron” των Nicholas Fraser και Marysa Navarro, Norton editions
Comments