της Λαμπρινής Κουζέλη
Ο γιος του συγγραφέα Γιάννη Μαρή αποκαλύπτει σημαντικές στιγμές από τη ζωή του πατέρα του.
Όταν ήμουν πολύ μικρός νόμιζα ότι υπάρχουν τρία είδη γραμμάτων: τα κεφαλαία, τα μικρά και τα γρήγορα. Αυτά ήταν τα γράμματα του πατέρα μου. Ήταν πολύ δυσανάγνωστα και όταν τον ρωτούσα τι γράμματα είναι αυτά, μου έλεγε “γρήγορα”» λέει ο Αγγελος Τσιριμώκος για τον πατέρα του Γιάννη Τσιριμώκο, γνωστότερο ως Γιάννη Μαρή και εισηγητή της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Μόνιμος κάτοικος Βρυξελλών από τη δεκαετία του 1980, όπου εργάζεται ως μεταφραστής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Αγγελος Τσιριμώκος βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα για να παραστεί στην ημερίδα της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας που ήταν αφιερωμένη στον πατέρα του. Τον συναντήσαμε στο πατρικό του σπίτι, στην πλατεία Κολιάτσου, και μας ξενάγησε στο γραφείο του Μαρή, που «είναι σχεδόν όπως το άφησε» όταν πέθανε το 1979.
Όταν ξυπνούσε έγραφε πυρετωδώς, συντροφιά με ένα πακέτο τσιγάρων Άσσος και ένα τσάι «καφέδες έπινε πολλούς στην εφημερίδα». Έγραφε πάντοτε στο χέρι με μπλε στυλό Βic- δεν χρησιμοποιούσε ποτέ γραφομηχανή.
Όταν ξυπνούσε έγραφε πυρετωδώς, συντροφιά με ένα πακέτο τσιγάρων Άσσος και ένα τσάι «καφέδες έπινε πολλούς στην εφημερίδα». Έγραφε πάντοτε στο χέρι με μπλε στυλό Βic- δεν χρησιμοποιούσε ποτέ γραφομηχανή.
Δραστήριος δημοσιογράφος και παραγωγικότατος συγγραφέας, ο Γιάννης Τσιριμώκος συνταξιοδοτήθηκε μόλις έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Στα παιδικά του χρόνια ο Άγγελος θυμάται ότι ο πατέρας του «ήταν πάντοτε πολύ απασχολημένος». Συνεργάτης πολλών εφημερίδων στη διάρκεια της καριέρας του, της «Μάχης», του «Ελεύθερου Λόγου», της «Αθηναϊκής» και αργότερα της «Ακροπόλεως» και της «Απογευματινής», σε διάφορα πόστα, έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι.
«Τότε δεν καταλάβαινα τι δουλειά έκανε στην εφημερίδα, διότι έκανε πολλές δουλειές και δεν ήταν όλα τα κείμενά του ενυπόγραφα. Όταν ήμουν πολύ μικρός έκανε και τυπογραφείο, επιμέλεια δηλαδή, και γύριζε στη μία και στις δύο το πρωί. Μεγάλωσα με το “Σςςς,ο μπαμπάς γύρισε πολύ αργά και κοιμάται”. Ο ύπνος του πατέρα μου ήταν ιερός και προσέχαμε όλοι να μην τον ταράξουμε».
Όταν ξυπνούσε έγραφε πυρετωδώς, συντροφιά με ένα πακέτο τσιγάρων Ασσος και ένα τσάι «καφέδες έπινε πολλούς στην εφημερίδα». Έγραφε πάντοτε στο χέρι με μπλε στυλό Βic- δεν χρησιμοποιούσε ποτέ γραφομηχανή. «Όταν έγραφε όμως σενάριο για ταινία, προσλάμβανε μια εκπαιδευμένη δακτυλογράφο και της υπαγόρευε το κείμενο, επειδή έπρεπε να είναι γραμμένο βάσει συγκεκριμένων τεχνικών προδιαγραφών».
Στην πλάτη του γραφείου η βιβλιοθήκη φιλοξενεί τα βιβλία του Μαρή και της συζύγου του, της μεταφράστριας Αθηνάς Ζαφειρίου. Σε πολλά, τα αρχικά εξώφυλλα έχουν αντικατασταθεί από δερμάτινη βιβλιοδεσία που στο κάτω μέρος της ράχης φέρει τα αρχικά του: Ι. Τ. Στη βιβλιοθήκη στον τοίχο δεξιά βρίσκονται αραδιασμένες φωτογραφίες της οικογένειας. «Δεν είχε καθόλου προσωπικά αντικείμενα και ενθύμια από την παιδική του ηλικία όταν παντρεύτηκε τη μητέρα μου, είχε μονάχα ένα πακετάκι με πέντε- δέκα φωτογραφίες». Ανάμεσα σε αυτές και μία που κάποιος έβγαλε στον «Γιάννη του Βουνού» στην Κατοχή, στα χρόνια της αντίστασης του ΕΑΜ.
πηγή: Το Βήμα
Comments