του Κώστα Μπορδόκα
Τριάντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από τις 13 Ιουνίου 1987, όταν φεύγει από τη ζωή το πρώτο θύμα του AIDS στην Ελλάδα ο Μπίλι Μπο, ο άνθρωπος που αλλάζει την ελληνική μόδα στα μέσα των δεκαετιών 70 και 80, δημιουργώντας το life style πριν αυτό παρουσιαστεί την επόμενη εικοσαετία.
Ο Βασίλης Κουρκουμέλης γεννιέται από φτωχική οικογένεια στα Καμίνια του Πειραιά γίνεται παπαδοπαίδι στον Άγιο Ελευθέριο της περιοχής, αλλά από την πρώιμη εφηβεία του καταλαβαίνει ότι θέλει να φύγει. Από πού ;Από όλα Φτωχικό σπίτι, Πειραιά, από το σχολείο που εγκαταλείπει στα 16 του.
Θέλει να γνωρίσει τη μεγάλη ζωή, να κατακτήσει την Αθήνα, τη δόξα, τα πάντα, αλλά δεν γνωρίζει πως. Μόνα του εφόδια το πάθος γι αυτά και η ομορφιά του για την οποία μιλούν όλοι. Γράφεται στη σχολή χορού Ντε Πιαν, χορεύει στη “Μοστρού” στην Πλάκα με τις αδελφές Μπρόγιερ, στη θεατρική επιτυχία της δεκαετίας του 70 “Μαριχουάνα στοπ” και με τους Βαγγέλη Σειλινό-Μαρία Ιωαννίδου. Ο έρωτας με το χώρο του θεάματος είναι αμοιβαίος και το ίδιο πιστεύουν όσοι γνωρίζουν αυτόν τον εντυπωσιακό νεαρό με το σνομπ βλέμμα.
Γνωρίζει τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό του Μάκη Τσέλιο που τον γράφει στη σχολή Βακαλό, ενώ παίρνει απαλλαγή από το στρατό όταν εμφανίζεται στη πύλη του στρατοπέδου Παλάσκα κρατώντας μια τσάντα Louis Vuitton τινάζοντας το μακρύ μαλλί του που αρνείται να κόψει. Ζητά να μην τον φωνάζουν Βασίλη Κουρκουμέλη αλλά Μπίλι Μπο από ένα παλιό τραγούδι της Κατερίνα Βαλέντε, επώνυμο που στα γαλλικά σημαίνει ωραίος κάτι που τονίζει τον καλπάζοντα ναρκισσισμό του. Ανοίγοντας το 1973 με τον Μάκη Τσέλιο στη οδό Σόλωνος 1 στο Κολωνάκι ένα μαγαζί με ρούχα αρχίζουν όλα.
Το ενάμιση επί τρία μαγαζί του εφήβου που το 1974 κερδίζει τον διαγωνισμό σχεδίου του περιοδικού “Γυναίκα”, γίνεται μέσα σε μια νύχτα η “Μέκκα” της μόδας, με τις κοσμικές κυρίες να στριμώχνονται για να αποκτήσουν ρούχα με τη υπογραφή Μπίλι Μπο. Βιτρίνα του μαγαζιού δεν είναι μόνο τα ρούχα αλλά και ο ίδιος ο σχεδιαστής τους.
Η επιχείρηση επεκτείνεται όχι μόνο κτιριακά αλλά γίνεται κυρίαρχη τάση στη νεολαία με κεντρικό σταρ τον ίδιο, που όμως αρνείται ν’ αναφέρει ως τόπο γέννησής του τα Καμίνια αφού θεωρεί ότι αυτό δεν ταιριάζει στη λαμπερή εικόνα που θέλει γι αυτόν η πελατεία του…
Ανοίγει μαγαζί στη Μύκονο, διοργανώνει την πρώτη επίδειξη μόδας στην Ελλάδα, με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα με καλεσμένους και κορυφαία μοντέλα από το εξωτερικό, ενώ απορρίπτει την ονομασία μόδιστρος εισάγοντας αυτή του σχεδιαστή μόδας. Ζει έντονα τη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας μαζί με την αφρόκρεμα του κοσμικού και καλλιτεχνικού χώρου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 80 στο απόγειο της δόξας του ετοιμάζεται να κατακτήσει και τη Νέα Υόρκη ανοίγοντας μαγαζί στην ακριβοπληρωμένη 5η Λεωφόρο του Μανχάταν, αλλά δεν καταφέρνει να είναι εκεί στα εγκαίνια του το Δεκέμβριο του 1986. Από το καλοκαίρι του ίδιου έτους οι πρώτες ενοχλήσεις με πυρετό και βήμα γίνονται αρχικά ανησυχία, μετά φόβος και τελικά βεβαιότητα.
Ο Βασίλης Κουρκουμέλης είναι πάλι θνητός χτυπημένος από την, άγνωστη τότε, στην Ελλάδα μάστιγα του AIDS. Προσπαθεί απεγνωσμένα να σωθεί στο εξωτερικό, αλλά όταν καταλαβαίνει ότι αυτό είναι μάταιο επιστρέφει για να πεθάνει στον τόπο του.
Τα κακά νέα μαθαίνονται γρήγορα στην Αθήνα και αρχίζει η βίαιη αποκαθήλωση. Κοσμικοί και πλούσιοι φίλοι που αποζητούν την παρέα και μια φωτογραφία μαζί του, όχι μόνο τον εγκαταλείπουν αλλά φοβούνται να φορέσουν ακόμα και τα ρούχα του μήπως κολλήσουν AIDS. Για να διαψεύσει τις φήμες ότι έχει πεθάνει δίνει συνέντευξη στη δημοσιογράφο Λένα Ζαννιδάκη και φωτογραφίζεται, αποστεωμένος και αγνώριστος, στο περιοδικό “Ταχυδρόμος” :
“Η φήμη κυκλοφόρησε τις παραμονές των εγκαινίων του καταστήματος στη Νέα Υόρκη”, αναφέρει και συνεχίζει :“Οι γονείς οι αδελφές μου έμειναν χωρίς πνοή, όταν οι δημοσιογράφοι τους χτύπησαν την πόρτα και χωρίς περιστροφές και έλεος τους ρώτησαν “Τι έχετε να δηλώσετε για το θάνατο του Μπίλι Μπο;”. Από κει και πέρα μόνο το αγγελτήριο του θανάτου μου δε δημοσιεύτηκε.
Μήπως το ίδιο δεν έγινε και με τη Λαμπέτη; Την έθαψαν πριν ακόμα πεθάνει. Εμένα οι διάφορες και πάντα επιθετικής πηγής φήμες με έφερναν άλλοτε στο Νοσοκομείο Παστέρ στο Παρίσι, άλλοτε στο Χιούστον πότε ταριχευμένο και πότε στο κρεματόριο και τη στάχτη μου σκορπισμένη στο Αιγαίο.
Το αμάρτημά μου ήταν βαρύ. Εγώ, ένα Πειραιωτάκι, ξεκίνησα από το μηδέν κι έφτασα εκεί που έφτασα. Ήμουν περήφανος και φιλόδοξος, ο Θεός όμως μας θέλει ταπεινόφρονες. Ίσως συγχώρεσε την υπεροψία μου, γι’ αυτό μ΄ αφήνει να ζω. Οι άνθρωποι είναι ανελέητοι και με θέλουν νεκρό”.
Comments