Ο Χρήστος Αναγνωστόπουλος, επίκουρος καθηγητής Διοίκησης και Οργάνωσης Αθλητισμού, μιλάει στο Gazzetta Weekend Journal για το… τρελό του ταξίδι από την Κόρινθο και τη Β’ Εθνική στο Villa Park και τελικά στην ακαδημαϊκή καριέρα!
Ίσως οι νεότεροι να μην το γνωρίζουν, όμως η ομάδα της Κορίνθου στο ξεκίνημα των 80s έπαιξε στην Α’ Εθνική κατηγορία. Φόρεσαν τη φανέλα της παιχταράδες όπως ο Οκόνσκι και καλτ ήρωες όπως ο Λούπου. Μαζί τους και αρκετά παιδιά από τον νομό, που εκπροσώπησαν με καμάρι την Κορινθία. Ένα από αυτά ήταν ο Χρήστος Αναγνωστόπουλος, ο οποίος πλέον είναι επίκουρος καθηγητής Διοίκησης και Οργάνωσης Αθλητισμού στο Πανεπιστήμιο UCLan της Κύπρου. Ο Αναγνωστόπουλος έχει να επιδείξει πολύ σημαντικό ερευνητικό έργο στη χρηστή διακυβέρνηση και την εταιρική κοινωνική ευθύνη στον Αθλητισμό, ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου αναμένεται, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, το UCLan να έχει τη δική του έδρα UNESCO, την μοναδική παγκοσμίως πάνω στο αντικείμενο που πραγματεύεται η έρευνά του.
Το ταξίδι του μέχρι την ακαδημαϊκή αναγνώριση ξεκίνησε κυριολεκτικά ένα βράδυ. Μια από εκείνες τις νύχτες που το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια, αλλάζει προτεραιότητες και οδηγεί σε μια νέα ζωή, εντελώς μακριά από τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι εκείνη τη στιγμή! Ο Αναγνωστόπουλος έπαιζε μπάλα, όταν αποφάσισε να φύγει στην Αγγλία να σπουδάσει. Ήταν θεατής σε ένα ματς της Άστον Βίλα, όταν αποφάσισε να δουλέψει ως μέλος της ιδιωτικής ασφάλειας του γηπέδου. Και κάπου εκεί οι τελείες ενώθηκαν. Τα… χιλιόμετρα που είχε γράψει στα γήπεδα τον έφεραν στην ομάδα των stewards και από εκεί σε μια θέση που είχε την ευκαιρία να συναντήσει όλους τους θρύλους της Premier League! Από τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον και τον Ζοσέ Μουρίνιο, στον Ράιαν Γκιγκς και τον Στίβεν Τζέραρντ! Παράλληλα, με τη δουλειά στην Κύπρο έδειξε πως ένα προβληματικό ποδοσφαιρικό οικοσύστημα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα λάθη του για να βελτιωθεί.
Η ιστορία του Χρήστου Αναγνωστόπουλου δεν είναι μια συνηθισμένη ακαδημαϊκή ιστορία. Έχει μαγεία από την Premier League, ρομαντισμό από τα τοπικά, εμπειρίες με προσωπικότητες του ελληνικού ποδοσφαίρου και όπως φαίνεται… πολύ μέλλον!
Η μπάλα στον ίδιο…
Ας ξεκινήσουμε με τα χρόνια σας στο ποδόσφαιρο και τον τρόπο που αυτά τελείωσαν…
Το καλοκαίρι του 1994 υπέγραψα επαγγελματικό συμβόλαιο στη ΠΑΕ Κόρινθος, η οποία θα συμμετείχε στην τότε Β’ Εθνική κατηγορία (1994-1995). Ήμουν 17 χρονών και αγωνιζόμουν στο τοπικό πρωτάθλημα Κορινθίας με την Θύελλα Κρηνών. Ταυτόχρονα αποτελούσα μέλος την Μεικτής Κορινθίας, ήμουν μάλιστα ο αρχηγός της. Τα χρόνια εκείνα είχε δημιουργηθεί η παράδοση (χάρη στον αείμνηστο κύριο Τάκη Μπισμπίκη) οι αρχηγοί της μεικτής να ενσωματώνονται με συμβόλαιο στην επαγγελματική ομάδα του νομού. Αν θυμάμαι καλά, ήμουν ο τέταρτος που έκανε τη διαδρομή αυτή ακολουθώντας τους Κριαρά, Κακκούρη και Μάρα (μετέπειτα καλοί μου φίλοι και συμπαίχτες). Είχε αρχίσει όμως η φθίνουσα πορεία της ομάδας και την χρονιά εκείνη υποβιβαστήκαμε στην τότε Γ Εθνική κατηγορία.
Πρόλαβα να αγωνιστώ 9 φορές, αλλά δύο παιχνίδια έμειναν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μου. Ήταν για το Κύπελλο Ελλάδος απέναντι στη Δόξα Δράμας η οποία τότε αγωνιζόταν στην Α Εθνική, με το πρώτο παιχνίδι εκτός έδρας. Ο προπονητής μας τότε ήταν ο Πιέτρ Πάκερτ – γνωστός και από το επιτυχημένο πέρασμά του στον Παναθηναϊκό λίγα χρόνια πριν – ο οποίος μου έδωσε για πρώτη φορά φανέλα βασικού. Ενώ χάσαμε 1-0, θεωρήθηκε ότι έκανα εξαιρετική εμφάνιση, και στον επαναληπτικό – όπου έπαιξα ξανά βασικός – καταφέραμε να προκριθούμε νικώντας στη παράταση με 2-0. Τη χρονιά εκείνη δούλεψα επίσης με τον κο Σπύρο Λιβαθινό και τον κο Γιάννη Κόλλια, όπου ήταν και ο εκλέκτορας στην Εθνική Ελπίδων. Ο τελευταίος, θυμάμαι, μού έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστώ βασικός απέναντι στη Παναχαϊκή, η οποία και ανέβηκε στην Α Εθνική εκείνη τη χρονιά. Δυστυχώς χάσαμε 4-0, με έναν Γρηγόρη Γεωργάτο ασταμάτητο, και οι όποιες πιθανές ελπίδες υπήρχαν για κλίση μου στην εθνική «πνίγηκαν» στο Στάδιο «Κώστας Δαβουρλής» της Πάτρας.
Ακολούθησε μια χρονιά στη Γ Εθνική με 12 συμμετοχές, προτού αποφασίσω να ενσωματωθώ στον τότε Παγκορινθιακό – τη δεύτερη τη τάξει ομάδα της Κορίνθου που συμμετείχε στην ημι-επαγγελματική Δ’ κατηγορία. Αγωνίστηκα επίσης στο Λουτράκι, προτού επιστρέψω στη Κόρινθο την αγωνιστική σεζόν 2002-2003, όπου με τότε πρόεδρο τον κο Αλέξη Κούγια έγινε μια πολύ σοβαρή προσπάθεια για άνοδο στη Γ Εθνική μέχρι και το προ-τελευταίο παιχνίδι. Η ομάδα του Γιώργου Δώνη, τότε, η Ηλιούπολη αποδείχτηκε δύσκολος αντίπαλος. Ενώ είχα πρωταγωνιστικό ρόλο στην ομάδα εκείνη, και όντας πια 26 χρονών, έπρεπε – έστω και αργά – να αποδεχτώ το γεγονός ότι πρώτον δεν ήμουν τόσο καλός ποδοσφαιριστής και δεύτερον ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι για την ζωή μου. Ήταν τότε – εν μια νυκτί – που αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα και να πάω να σπουδάσω στην Αγγλία.
Πώς διαμορφώθηκε αυτός ο προσανατολισμός; Ήταν εκεί από την πρώτη στιγμή που πήγατε στην Αγγλία για σπουδές;
Δεν θα μπορούσα να πάω σε καμία άλλη χώρα. Αφήνοντας την Ελλάδα και το ποδόσφαιρο ήθελα να ‘μείνω στο χώρο και να μάθω από τους καλύτερους στο είδος. Σπούδασα στο Birmingham, και έκανα μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, στο Κολλέγιο Birkbeck το οποίο έτρεχε το πρώτο πρόγραμμα στο διοίκηση αθλητισμού με ειδίκευση στην ποδοσφαιρική επιχειρηματικότητα. Ακολούθως, μου δόθηκε μια υποτροφία από το πανεπιστήμιο του Salford στο Manchester για να κάνω το διδακτορικό μου. Σε όλη την πορεία αυτή, υπήρχε ένας κοινός παρονομαστής: το ποδόσφαιρο. Για να είμαι ειλικρινής φυσικά, δεν ξεκίνησα έχοντας στο μυαλό μου ακαδημαϊκή καριέρα – ό,τι ήθελα ήταν να σπουδάσω και να καταλάβω όσα περισσότερα αφορούσαν στο άθλημα που αγαπούσα. Τόσο εντός, όσο και εκτός του αγωνιστικού χώρου. Με ‘κέρδισε’ το ‘εκτός’, αλλά όλα γίνονται χάρη στο εντός! Σήμερα, λοιπόν, εργάζομαι σε ένα από τα πιο ιστορικά βρετανικά πανεπιστήμια, το UCLan στη Κύπρο, ως επίκουρος καθηγητής στη διοίκηση και οργάνωση αθλητισμού, ενώ από το 2014 διατηρώ μόνιμη έδρα επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Μόλντε στη Νορβηγία.
Από μια κουβέντα στο γήπεδο ξεκίνησε μια δουλειά στην Άστον Βίλα, η οποία σας έφερε κοντά στις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ποδοσφαίρου. Έχετε κάποια ιστορία που να ξεχωρίζεις από τις μέρες εκείνες στο Βίλα Παρκ; Πόσο καιρό μείνατε;
Πράγματι. Είναι και σε τέτοιες περιπτώσεις που το «όλα γίνονται χάρη στο εντός» έχει την αξία του. Αν θυμάμαι καλά ήταν Δεκέμβριος του 2003 και επωφελήθηκα από το σχετικά φτηνό (20 λίρες) εισιτήριο του τότε Carling Cup και παρακολούθησα το παιχνίδι της Villa με την Chelsea. Καθόμουν ακριβώς δίπλα από έναν steward του οποίου η παρουσία χώριζε τους φιλοξενούμενους από τους φιλάθλους της Villa. Στο ημίχρονο σηκώθηκε. Το ίδιο έκανα και εγώ για να ξεπιαστώ. Μόλις ξανάρχισε το παιχνίδι κάθισε. Το ίδιο και εγώ. Τότε σκέφτηκα, απλοϊκά φυσικά: με δεδομένο ότι όλα κυλούν ομαλά, ποια είναι η διαφορά μεταξύ εμένα και αυτού; έχουμε ακριβώς την ίδια οπτική γωνία, είμαστε και οι δύο ντυμένοι βαριά για να προστατευτούμε από το τσουχτερό κρύο που καταφέρνει παρόλα αυτά να περνάει στα κόκαλα μας. Τότε πήρα το θάρρος και τον ρώτησα τι ακριβώς κάνει. Μου απάντησε βιαστικά ότι δουλεύει, αλλά και ότι προσπαθεί να απολαύσει το παιχνίδι. Είχα την απάντηση στην ερώτησή μου: η μόνη διαφορά μας ήταν ότι εγώ είχα στερηθεί 20 λίρες από την φοιτητική μου ζωή, ενώ αυτός εξασφάλιζε σχεδόν 34 λίρες με την παρουσία του εκεί! Το επόμενο πρωί συμπλήρωνα την αίτηση ζητώντας εργασία ως steward στο Βίλα Παρκ.
Είναι γεγονός ότι πάντα χρειάζονται stewards (το έμαθα αργότερα) οπότε μάλλον ήταν ένα σίγουρο στοίχημα. Τι δεν ήξερα ήταν ότι η άμεση ανταπόκρισή τους σχετιζόταν με το πρόσφατο ποδοσφαιρικό μου παρελθόν (μια υποσημείωση στο CV που είχα στείλει και η οποία δεν πέρασε τελικά τόσο στα ψηλά). Πολλές ομάδες της Premier League αλλά και χαμηλότερων κατηγοριών, διατηρούν ομάδες stewards οι οποίες συμμετέχουν στη δική τους λίγκα. Το επίπεδο, φυσικά, δεν είναι υψηλό. Αυτό ακριβώς ήταν και το κλειδί που με έκανε τον πιο δημοφιλή παίχτη της ομάδας (γέλια….) γιατί πράγματι μπορούσα να κάνω τη διαφορά χωρίς πολύ προσπάθεια! Μετά από δυο προπονήσεις και ένα φιλικό, ο προπονητής (ο οποίος, παρεμπίπτοντος, ήταν ο Νο 2 τη τάξει της ασφάλειας του Βίλα Παρκ…) έπινε νερό στο όνομά μου. Ενώ λοιπόν εργάστηκα ως κανονικός steward για μόλις 3-4 παιχνίδια, πολύ γρήγορα φόρεσα blazer και γραβάτα και έγινα υπεύθυνος (μαζί με δύο άλλους συμπαίχτες-συναδέλφους) στην περιοχή των αποδυτηρίων και στην είσοδο όπου φτάνουν οι παίχτες και οι προπονητές. Ενώ, ουσιαστικά, ανήκα στο executive security της Aston Villa, ο ρόλος μου ήταν να παίρνω τα εισιτήρια από τους παίχτες και να τα παραδίδω στις γυναίκες τους και λοιπούς συγγενείς και φίλους. Στη συνέχεια, παρακολουθούσα το παιχνίδι από τη φυσούνα πριν των αγωνιστικό χώρο. Στο τέλος μου έδιναν 77 λίρες το παιχνίδι και τους αποχαιρετούσα…Καθόλου άσχημα για έναν φοιτητή.
Ενώ η πενταετής παρουσία μου στο Βίλα Παρκ μου έδωσε τη δυνατότητα να «απομυθοποιήσω», αν θες, τον κόσμο της Premier League, να δω από πολύ-πολύ κοντά περισσότερα από 120 παιχνίδια πρωταθλήματος, κυπέλλων, αναπληρωματικών κοκ, να χαιρετίσω, να γνωρίσω και έκτοτε να κρατώ επαφή με συμπατριώτες μας όπως ο Στέλιος Γιαννακόπουλος (αντίπαλός μου το 1994-1995, τότε στον Πανηλειακό αυτός!) ήταν η παρουσία μου εκεί αυτή που έμμεσα μού άνοιξε το δρόμο για τη συλλογή δεδομένων για το διδακτορικό μου. Οι γνωριμίες που έκανα με συναδέλφους από τα άλλα τμήματα της ομάδας (ειδικότερα με αυτούς του Ιδρύματος για τα κοινωνικά προγράμματα) είναι κάτι που κρατώ ως το μεγαλύτερο κέρδος.
Ποια είναι τα highlights της ακαδημαϊκής και ερευνητικής σας καριέρας;
Το κεντρικό σημείο της ερευνητικής μου δραστηριότητας έγκειται στην εξέταση οργανωτικών διαδικασιών και εννοιών που διευκολύνουν (ή αποτρέπουν) την δημιουργία αξίας μέσω της χρηστής διακυβέρνησης και της (εταιρικής) κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) στον αθλητισμό. Αισθάνομαι τιμή και νοιώθω προνομιούχος που ανήκω στον πυρήνα – παγκοσμίως – αυτής της αναδυόμενης ερευνητικής κοινότητας που εστιάζει στο πώς οι αθλητικοί οργανισμοί οικοδομούν αποτελεσματικές και αποδοτικές σχέσεις με διάφορα εμπλεκόμενα μέρη με σκοπό την γενικότερη παραγωγή θετικών επιπτώσεων για την κοινωνία. Πρόσφατα, έχω αρχίσει επίσης να εξετάζω την «δημιουργία αξίας», τόσο εντός όσο και μέσω αθλητικών οργανισμών, παρεκκλίνοντας από την συχνή προσέγγιση «αναζήτησης λύσης προβλήματος» (αποκαλούμενης και ως «ελλειμματική προσέγγιση»). Αντ’ αυτού, εστιάζω σκόπιμα στην θετική συμπεριφορά στους οργανισμούς η οποία σχετίζεται – μεταξύ άλλων – με τις δυνατότητες και ευκαιρίες, με την φιλοδοξία, ελπίδα, αισιοδοξία, ανάπτυξη και την εργασιακή δέσμευση. Τελευταία, λοιπόν, η ερευνητική μου δραστηριότητα επικεντρώνεται σε πτυχές της θετικής οργανωσιακής συμπεριφοράς όπως «το εργασιακό πάθος» και «εργασιακή ικανοποίηση» με σκοπό την διερεύνηση των εννοιών αυτών στο περιβάλλον του αθλητικού τομέα.
Σε γενικές γραμμές, η έρευνά μου εμπίπτει στη σχέση «επιχειρήσεις και κοινωνία» που εξετάζει τις εντάσεις που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση αυτών των δύο και τις μεθόδους που εφαρμόζονται για να τις αντιμετωπίσουν. Είναι σκοπός μου να συνεχίσω την προσπάθεια ανάλυσης και θεωρητικής εξήγησης της σύνθετης και δυναμικής αυτής «σχέσης» με μοχλό την έννοια της χρηστής διακυβέρνησης και της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, τόσο εντός όσο και εκτός του αθλητικού τομέα. Με γνώμονα το απόφθεγμα του Lewin, λοιπόν, ότι «δεν υπάρχει τίποτα τόσο πρακτικό όσο μια καλή θεωρία», επιδιώκω την περαιτέρω έρευνα στη προαναφερθείσα θεματολογία μέσω συνεργασιών με διαφόρους επιχειρηματικούς κλάδους και κρατικές υπηρεσίες για την επίτευξη της πρακτικής εφαρμογής των εμπειρικών συμπερασμάτων σε ατομικό, οργανωτικό και θεσμικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό, είμαι ιδιαίτερα περήφανος που το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος «Κυπριακή Εθνική Επιτροπή για την UNESCO» έχει αποφασίσει ομόφωνα να στηρίξει την προσπάθειά μου για την δημιουργία Έδρας UNESCO στο Πανεπιστήμιο UCLan Κύπρου με θέμα την ‘Χρηστή Διακυβέρνηση και Κοινωνική Ευθύνη στον Αθλητισμό’. Θα πρόκειται για τη μοναδική Έδρα παγκοσμίως που θα πραγματεύεται το συγκεκριμένο θέμα, και συνολικά η μόλις τρίτη από τις 755 Έδρες σε 115 χώρες ανά την υφήλιο που θα έχει τον αθλητισμό ως κεντρικό θέμα (οι άλλες δύο βρίσκονται στην Ιρλανδία και στη Βόρεια Κορέα). Μέχρι το τέλος του χρόνου θα οριστικοποιηθεί η απόφαση από τα κεντρικά της UNESCO στο Παρίσι. Ευελπιστώ, λοιπόν, ότι αρχή γενομένης από το Γενάρη του 2020, μέσω της δυναμικής που μια Έδρα UNESCO φέρει, μια σειρά ερευνητικών, εκπαιδευτικών και συμβουλευτικών δράσεων θα δώσει τη δυνατότητα για περαιτέρω βελτίωση πρακτικών διοίκησης στο ευρύτερο αθλητικό οικοσύστημα.
Παρατηρητήριο Αθλητικής Διακυβέρνησης Εθνικών Ομοσπονδιών. Εθνική Έκθεση Κύπρου. Πώς ακριβώς λειτουργεί και τι συμπεράσματα υπάρχουν;
Αποτελεί το σημαντικότερο πράγμα με το οποίο έχω αναμειχθεί στη μέχρι τώρα ακαδημαϊκό-ερευνητική μου καριέρα. Καταρχάς, το «Παρατηρητήριο Αθλητικής Διακυβέρνησης Εθνικών Ομοσπονδιών» (National Sports Governance Observer) αφορά σε ένα πρόγραμμα το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του Erasmus+, με συνολική χρηματοδότηση της τάξεως των €383.000. Το πρόγραμμα ηγείτο από το Δανέζικο Ινστιτούτο Αθλητικών Ερευνών στο οποίο περιλαμβάνεται και η πρωτοβουλία Play the Game. Εκτός της Δανίας, οι υπόλοιπες χώρες που συμμετείχαν ενεργά στο πρόγραμμα ήταν οι: Γερμανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ρουμανία, Πολωνία και η Κύπρος (στη πορεία εντάχθηκαν τόσο το Μαυροβούνιο όσο και η Βραζιλία). Ο κύριος στόχος του προγράμματος ήταν να επιτρέψει στους διοικητικούς του αθλητισμού αλλά και σε άλλους ενδιαφερομένους φορείς να «μετρήσουν», να συζητήσουν και να βελτιώσουν τη χρηστή διακυβέρνηση στις εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες. Είχα την τιμή να είμαι ο αρμόδιος επιστημονικός συνεργάτης του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (ΚΟΑ) στο πρόγραμμα αυτό το οποίο υπήρξε το εφαλτήριο για περαιτέρω σχετικές δράσεις του Οργανισμού. Δυστυχώς, αλλά μάλλον όχι ανέλπιστα, οι κυπριακές αθλητικές ομοσπονδίες βαθμολογήθηκαν µε µέσο όρο 27%, που αντιστοιχεί σε συνολικό χαρακτηρισμό «αδύναμος». Τόσο o μέσος όρος όσο και η μεμονωμένη βαθμολογία (η πλειονότητα αυτών) και στις τέσσερις διαστάσεις που μετρήθηκαν (δηλ., ‘Διαφάνεια’, ‘Δημοκρατικές Διαδικασίες’, ‘Λογοδοσία/Έλεγχος και ‘Κοινωνική Ευθύνη’) ήταν κάτω από 50%, ενώ μόνο ένας μικρός αριθμός δεικτών (για κάθε διάσταση) ήταν πάνω από αυτήν την τιμή. Γενικά, μεταξύ των εξεταζόμενων για τους σκοπούς του προγράμματος χωρών, η Κύπρος είναι αυτή που παρουσίασε την «αρνητική ακραία τιμή» και στις τέσσερις διαστάσεις και σαφώς σε ορισμένους βασικούς δείκτες.
Το πολύ θετικό στη περίπτωση της Κύπρου ήταν ότι τα παραπάνω –ντροπιαστικά θα έλεγα – αποτελέσματα οδήγησαν σε άμεση δράση για την βελτίωση της εικόνας. Έτσι, ο ΚΟΑ, ως ανώτατη αρχή αθλητισμού στη χώρα, έκρινε ότι είχε την υποχρέωση όχι μόνο να βοηθήσει αλλά και να προστατέψει τις αθλητικές ομοσπονδίες οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με τις νέες προκλήσεις που παρουσιάζει το σύγχρονο αθλητικό περιβάλλον. Ως αποτέλεσμα, μου ανετέθη η μεγάλη ευθύνη συγγραφής του πρώτου Κώδικα Χρηστής Διακυβέρνησης ο οποίος και αποτελεί το «θεσμικό εργαλείο» για την «βοήθεια και προστασία» των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών, ώστε να συνεχίσουν – με αποδοτικότερο, διάφανο, δημοκρατικό, και υπεύθυνο τρόπο – το σπουδαίο έργο που επιτελούν, και το οποίο επηρεάζει την ευρύτερη κοινωνία της Κύπρου. Φυσικά, η χρηστή διακυβέρνηση επιτυγχάνεται όχι με την απλή εφαρμογή άρθρων ενός Κώδικα ή μιας νομοθετικής διάταξης (για να το συνδέσουμε και με την αθλητική επικαιρότητα στην Ελλάδα), αλλά με την ρηξικέλευθη αλλαγή της κουλτούρας που υπάρχει εντός των αθλητικών οργανισμών, τους οποίους ο κάθε Κώδικας ή νόμος αφορά και στους οποίους απευθύνεται. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του Κώδικα ή το νόμου δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοσκοπός, αλλά ως μια ατέρμονη προσπάθεια, η οποία θα αποσκοπεί στην επίτευξη της χρηστής διακυβέρνησης.
Παρεμπιπτόντως, σε συνεργασία με το Δανέζικο Ινστιτούτο Αθλητικών Ερευνών και το Play the Game μετρώ τα επίπεδα χρηστής διακυβέρνησης στις αθλητικές ομοσπονδίες της Ισλανδίας, Λιθουανίας, αλλά και Ελλάδας. Για τις πρώτες, συνεργάζομαι με το Λιθουανικό Πανεπιστήμιο Αθλητισμού και τα δεδομένα συλλέγονται από έναν διδακτορικό μου φοιτητή, ενώ για αυτές της Ισλανδίας και Ελλάδας η έρευνα πραγματοποιείται – υπό την επίβλεψη μου – από τρεις μεταπτυχιακούς φοιτητές μου (ένας Έλληνας και δύο Ισλανδοί) από το Πανεπιστήμιο μου στη Νορβηγία. Ειδικά η περίπτωση της Ελλάδας είναι πολύ επίκαιρη μετά την όποια δημόσια διαβούλευση για συγκεκριμένα άρθρα το νέου αθλητικού νόμου. Για τη περίπτωση της Ελλάδας, προσδοκώ σε συνεργασία με την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή για την φάση επαλήθευσης και ανατροφοδότησης μέσω προσωπικών συναντήσεων με εκπροσώπους των ομοσπονδιών. Ενώ τα τελικά αποτελέσματα θα παρουσιαστούν σε σχετική ημερίδα το καλοκαίρι του 2020, είναι πολύ πιθανό να μοιραστώ την προκαταρκτική βαθμολόγηση σε προσεχές αθλητικό συνέδριο τον Γενάρη στη Θεσσαλονίκη. Ένα είναι να φανταζόμαστε πώς είναι η κατάσταση στις ομοσπονδίες μας. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι η εμπεριστατωμένη εικόνα, και είναι αυτή που έχουμε ανάγκη. Μια τέτοια εικόνα, λοιπόν, θα την έχουμε σε λίγους μήνες και θα μπορέσουμε να συγκρίνουμε την όποια απόδοση των ελληνικών αθλητικών ομοσπονδιών με άλλες ευρωπαϊκές. Τότε, ίσως, (επιπλέον) θεσμικές αλλαγές να κριθούν αναγκαίες. Ίδωμεν…
Σημειώνετε πως «Η επιτυχία είναι σημαντική όχι όμως πάση θυσία, και αν οι πρακτικές χρηστής διακυβέρνησης παραγκωνιστούν στο πλαίσιο της επιδίωξης βραχυπρόθεσμης δόξας, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ο οργανισμός να υποφέρει μακροπρόθεσμα». Θεωρείτε πως στη φράση αυτή βρίσκεται το σημαντικότερο νόημα για το ελληνικό ποδόσφαιρο;
Δεν θα το περιόριζα στο ποδόσφαιρο μόνο. Νομίζω ότι γινόμαστε κοινωνοί τέτοιων περιπτώσεων σε πολλές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Είναι κάτι που μάς χαρακτηρίζει. Ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα», «το αποτέλεσμα μετράει, τί σημασία έχει που χτίζεται μια νεανική ομάδα;» κοκ είναι φράσεις που έρχονται στο νου πολλών από εμάς. Προσωπικά, είμαι αυστηρός. Ο καθένας παίρνει ό,τι αξίζει. Απαιτείται τόλμη και βούληση, σε πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Όλα τ’ άλλα είναι – όπως λέει και ένας καλός φίλος – «να ‘χαμε να λέγαμε να ‘χαμε να πούμε». Η περίπτωση της Κύπρου δείχνει το δρόμο. Άρθρα του νέου αθλητικού νόμου στην Ελλάδα με βρίσκουν σύμφωνο. Και στις δύο χώρες, η εφαρμογή και η αποτελεσματικότητα των (πολιτικών) πρωτοβουλιών θα κριθεί αναλόγως.
Θα ερχόσασταν στην Ελλάδα σε κάποιο συμβουλευτικό πόστο αν σε καλούσαν; Ή θεωρείτε πως δεν έχει νόημα;
Θεωρώ ότι όχι μόνο εγώ, αλλά όσοι μπορούν να συνεισφέρουν στη βελτίωση αυτού που ονομάζουμε «αθλητικό οικοσύστημα» έχουν την ηθική υποχρέωση να το πράξουν. Παλιότερα, σε μια επικοινωνία με τον πολύ καλό σου συνάδελφο κο Βασίλη Σαμπράκο, του έγγραφα ότι όταν το 2011 ο τότε Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών, Στέλιος Γιαννακόπουλος, με προσκάλεσε να παραστώ στην Γενική Συνέλευση του συνδέσμου, αρχικώς απέφυγα να δεχτώ την πρόσκλησή του. Θεώρησα, βλέπετε, το ελληνικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον «ανέτοιμο» (ελλείψει άλλης λέξης…) να κατανοήσει τις προτάσεις που είχα στο μυαλό μου – προτάσεις που ήταν προϊόν της ερευνητικής μου δραστηριότητας που εστίαζε στο Αγγλικό ποδόσφαιρο. Τελικώς, αποδέχτηκα την πρόσκληση καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς οι ποδοσφαιριστές έχουν την δύναμη να αλλάξουν το ελληνικό ποδοσφαιρικό σκηνικό, νομιμοποιώντας ακόμα περισσότερο το ρόλο τους. Το έκανα τόσο από ηθική υποχρέωση όσο και από συνυπευθυνότητα για την παρούσα κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ηθική υποχρέωση σίγουρα, μιας και το ελληνικό ποδόσφαιρο υπήρξε το προσωπικό μου «ποδοσφαιρικό μέσο» για μια ακαδημαϊκή καριέρα. Συνυπεύθυνος, περισσότερο εάν δεν το έκανα.
Σας προβληματίζουν τα ιλιγγιώδη ποσά που κινούνται γύρω από το ποδόσφαιρο; Από τηλεοπτικά ή μεταγραφές, πολλές φορές όταν η ευρύτερη κοινωνία η οποία παρακολουθεί περνά δύσκολα;
Τα ποσά στα οποία αναφέρεσαι αγαπητέ Θάνο σχετίζονται με το ελίτ επίπεδο στο χώρο του ποδοσφαίρου. Το οποίο, με τη σειρά του, ανήκει στην ευρύτερη βιομηχανία του θεάματος. Τεχνοκράτες στο Μάντσεστερ χτίζουν την ποδοσφαιρική World Disney! Είμαι σίγουρος ότι οι αναγνώστες σου το παρακολουθούν. Πρωταγωνιστές του θεάματος αυτού δίνουν χρόνια και νόημα σε ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι ακολουθούν και παρακολουθούν το ποδόσφαιρο με πάθος. Και όμως, οι περισσότεροι από τους ποδοσφαιριστές αυτούς παίρνουν λιγότερα χρήματα από τους πρωταγωνιστές γκανγκστερικών ταινιών που παίζονται στο σινεμά καθώς μιλάμε. ‘Η τραγουδιστών που επισκέπτονται το Λονδίνο για δύο ώρες – όσο διαρκεί η συναυλία τους – και μετά εξαφανίζονται στις επαύλεις τους. Αυτό που με προβληματίζει είναι η έλλειψη θεσμικών δομών που θα εξασφαλίζει ότι μέρος αυτών των ποσών που κινούνται στο ποδόσφαιρο επιστρέφει στη κοινωνία και προσθέτει αξία σε ολόκληρες κοινότητες. Αυτό είναι το πρόβλημα. Αν λοιπόν η «αγορά» ευθύνεται για τα ιλιγγιώδη ποσά στα οποία αναφέρεσαι, εγώ προτιμώ να δίνω έναν τίμιο αγώνα – ως πραγματιστής που είμαι – έτσι ώστε ο θεσμός «αθλητισμός» να αποτελέσει το όχημα θετικής κοινωνικής αλλαγής. Όταν το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο ευνοήσει πρωτοβουλίες που βοηθούν την ευρύτερη κοινωνία που υποφέρει – όπως σωστά αναφέρεις – τότε για εμένα τα «ιλιγγιώδη ποσά» είναι απλά μουσική στα αυτιά μου!
Comments