1. Το αρχιεπισκοπικό ζήτημα του 1938 και η εκλογή του Μιχαήλ Κορίνθου
Ο Μιχαήλ εξελέγη επίσκοπος μητροπολίτης της Κορίνθου την 9η Σεπτεμβρίου 1939 σε διαδοχή του Δαμασκηνού Παπανδρέου (1891-1949) – μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών και αντιβασιλέα – που είχε ποιμάνει την Κόρινθο από το 1923 ως το 1938. Ο Δαμασκηνός, όμως, ήταν ζωντανός. Η θέση του νέου επισκόπου ήταν δύσκολη.
Για την κατανόηση των συνθηκών της εποχής θα πρέπει κανείς να γνωρίζει κάποιες πραγματικότητες της εποχής: μια πολιτική, μια εκκλησιαστική και μια τοπική. Η πρώτη, η πολιτική, είναι ότι η Ελλάδα ζούσε υπό το φάντασμα του Εθνικού Διχασμού του 1915 μεταξύ βασιλοφρόνων και βενιζελικών. Από το 1935 η Ελλάδα είχε και πάλι βασιλιά ως αρχηγό του κράτους, τον Γεώργιο Β΄ (1890-1947) και, από το 1936, επικεφαλής της κυβέρνησης τον βασιλόφρονα και ακραιφνή αντιβενιζελικό δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά (1971-1941), απόστρατο αξιωματικό. Η δεύτερη, η εκκλησιαστική πραγματικότητα, είναι ότι η Εκκλησία δεν είχε μείνει ξένη προς τις πολιτικές εξελίξεις. Στην κεφαλή της βρισκόταν ο βενιζελικός αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1868-1938), καθηγητής του Πανεπιστημίου, ο οποίος όμως πέθανε το 1938. Για τη διαδοχή του συγκρούονταν οι βενιζελικοί και οι βασιλόφρονες επίσκοποι. Υποψήφιος των βασιλοφρόνων ήταν ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Εκκλησία της Ελλάδος, επίσκοπος Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881-1949) από Τραπεζούντος. Υποψήφιος των βενιζελικών ήταν ο επίσκοπος Δαμασκηνός Παπανδρέου, μητροπολίτης της Κορίνθου. Ερχόμαστε, έτσι, στην τρίτη τοπική πραγματικότητα. Αν και επιστήθιος φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Δαμασκηνός Κορίνθου είχε καταφέρει, λόγω της ισχυρής προσωπικότητάς του, του πνευματικού του αναστήματος, της καλλιέργειας και ευστροφίας του, αλλά και, προ παντός, του πρωταγωνιστικού ρόλου του στην ανοικοδόμηση της Κορίνθου, μετά τον φοβερό σεισμό του 1928 – και παρά τη χρεοκοπία που κήρυξε η χώρα το 1932 – να γίνει επίσκοπος όλων των Κορινθίων. Οι Κορίνθιοι προσέβλεπαν σε αυτόν ως πατέρα. Στην εκλογή για την πλήρωση του αρχιεπισκοπικού θρόνου, αν και εξελέγη ο Δαμασκηνός, παρενέβη η δικτατορία και τοποθέτησε τον Χρύσανθο. Ο Δαμασκηνός δεν αναγνώρισε την κρατική παρέμβαση και εξορίστηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας. Η Κόρινθος είχε δυσαρεστηθεί και μόνο η σιδηρά πυγμή της δικτατορίας είχε αποσοβήσει τις διαμαρτυρίες. Οι Κορίνθιοι ήταν επιπλέον δυσαρεστημένοι γιατί είχαν μείνει χωρίς επίσκοπο για σχεδόν ένα χρόνο. Τότε εξελέγη ο Μιχαήλ.
Πριν τον Μιχαήλ έφθασε στην Κόρινθο η φήμη του. Ακουγόταν ότι ήταν πράος, με εξαίρετη μόρφωση, μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Ο Χρύσανθος Αθηνών τον είχε επιλέξει, ανάμεσα στα άλλα, και επειδή δεν είχε αναμειχθεί με κανένα τρόπο στα παραπάνω γεγονότα. Μπορούσε να συγκεντρώσει την αγάπη όλων. Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κορίνθου τον υποδέχθηκε ο τότε δήμαρχος της πόλης Ανδρέας Μάρκελλος και οι άλλοι άρχοντες της περιοχής μαζί με πλήθος κόσμου. Τα «άξιος» που ακούστηκαν ήταν μάλλον δειλά, σύμφωνα με μαρτυρίες των ανθρώπων της εποχής. Ο κόσμος ήταν εκεί. Περισσότερο ίσως από περιέργεια, παρά από χαρά, οι Κορίνθιοι συνόδευσαν πανδήμως στον μητροπολιτικό ναό του Αποστόλου Παύλου τον Μιχαήλ, όπου εκφώνησε από στήθους ένα περίφημο ιστορικό ενθρονιστήριο λόγο. Τα «άξιος» που ακολούθησαν ήταν πολύ διαφορετικά. (Θωμόπουλος, 1965: 7-19. Καναβός, 1995, 41-5. Κόλλιας, 1977α΄: 31-44. Νιάκαρος, 2017: 49-51. Προσφωνήσεις, 1949, 24. Φούγιας, 1997: 303-5).
Οι πρώτες του ενέργειες, όπως η διάθεση ολόκληρης της προσωπικής του περιουσίας, που είχε φέρει από την Αγγλία, για τη δημιουργία άρτια στελεχωμένου πολυϊατρείου και την οικονομική ενίσχυση των συσσιτίων για τους πολυαρίθμους φτωχούς της πόλης, η ίδρυση γηροκομείου, οι επισκέψεις του στις φυλακές και το νοσοκομείο, η συχνή παρουσία του στους ναούς της πόλης και ολόκληρης της περιφερείας του, τα επίσης πυκνά κηρύγματά του ως και το τελευταίο χωριό της Κορινθίας κατέστησαν τον Μιχαήλ αγαπητό στους Κορινθίους, οι οποίοι αναγνώριζαν πλέον σε αυτόν τον νέο τους ποιμένα.
Ακριβώς σύμφωνα με όσα διακήρυττε ο Μιχαήλ είχε στο κέντρο της προσωπικής του ζωής την προσευχή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιεροδιακόνου του μετά την Κατοχή Θεοφίλου Καναβού (1921-2006), μετέπειτα μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως, ο Μιχαήλ ξυπνούσε γύρω στις πέντε με έξι το πρωί και πήγαινε για προσευχή στο παρεκκλήσιο του μητροπολιτικού μεγάρου περίπου ως τις 8 το πρωί (Καναβός, 1995: 53). Αφιέρωνε τα απογεύματά του στη μελέτη ως τη νύκτα, οπότε αφιερωνόταν και πάλι στην προσευχή. Τη νυκτερινή προσευχή του δεν την διέκοπτε για κανένα λόγο. Μόνο όταν κτυπούσαν την πόρτα του άνθρωποι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μέσα στη νύκτα, κατέβαινε ο ίδιος να ανοίξει, γνωρίζοντας ότι υπήρχε οπωσδήποτε μεγάλη ανάγκη. Πίστευε στη δύναμη της προσευχής και αφιέρωνε πολλές ώρες της ημέρας για να προσευχηθεί.
2. Ο Απόστολος Παύλος
Ο Μιχαήλ αγαπούσε πολύ και μελετούσε βαθιά τα έργα του Αποστόλου Παύλου. Προσπάθησε, λοιπόν, να φέρει τον απόστολο στο κέντρο του ενδιαφέροντος των Κορινθίων, ώστε να μελετήσουν τα έργα του και να διδαχθούν από τη θεολογία του. Σε αυτό τον βοήθησε ιδιαίτερα ότι μόλις πριν λίγα χρόνια, το 1937, είχε αποκαλύψει το Βήμα, όπου, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, είχε κριθεί ο Απόστολος Παύλος από τον Ρωμαίο ανθύπατο Γαλλίωνα, στην αρχαία ρωμαϊκή αγορά, ο Σουηδός αρχαιολόγος, διευθυντής ανασκαφών Αρχαίας Κορίνθου της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών Όσκαρ Μπρονήρ (1894-1992). Ο Μιχαήλ αποφάσισε τη διεξαγωγή εσπερινού στο Βήμα ανήμερα της εορτής του Αποστόλου ήδη από το 1941. Οι δυσχέρειες της Κατοχής δεν επέτρεψαν την απρόσκοπτη ετήσια επανάληψη του εσπερινού, ο οποίος καθιερώθηκε πλέον το 1946. Για τον εσπερινό αυτό, συνέθεσε και σχετικούς ύμνους. Ας σημειωθεί, για την ιστορία, ότι ο Σουηδός αρχαιολόγος Μπρονήρ είδε πολύ θετικά και υποστήριξε θερμά την πρωτοβουλία του Μιχαήλ (Broneer, 1947: 236, σ. 3). Για να δώσει ιδιαίτερα βαρύτητα στο γεγονός, ο επίσκοπος καλούσε σπουδαίες θεολογικές προσωπικότητες της εποχής για να κηρύξουν. Από το Βήμα πέρασαν τότε μεγάλοι θεολόγοι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως ο Αμίλκας Αλιβιζάτος (1887-1969), ο πατρολόγος Παναγιώτης Μπρατσιώτης (1889-1982) και ο στενός φίλος του περίφημος τότε δάσκαλος και δεινός ρήτορας Παναγιώτης Τρεμπέλας (1886-1977).
Η διεξαγωγή του Εσπερινού αυτού, όμως, δεν απετέλεσε μοναδική εκδήλωση. Ο Μιχαήλ καθιέρωσε την εβδομάδα Αποστόλου Παύλου – τα σήμερα γνωστά Παύλεια – με εκδηλώσεις που λάμβαναν χώρα στην πόλη, αλλά και τα χωριά, στα κατηχητικά, αλλά και τα υπόλοιπα σχολεία της περιφερείας, όπου στέλνονταν οι ιεροκήρυκες, οι κατηχήτριες και οι κατηχητές της Μητροπόλεως (Γαϊτάνος, 2018: 111. Θωμόπουλος, 1965: 21. Καναβός, 1995: 117-20. Κόλλιας, 1977α΄: 65-6). Η επιτυχία της εκδήλωσης ήταν τέτοια που την εφάρμοσε αργότερα και στις Η.Π.Α. ως αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1949-1958). Το 1940, μάλιστα, ο Μιχαήλ κυκλοφόρησε και την εκκλησιαστική εφημερίδα της Μητροπόλεως, την οποία έγραφε σχεδόν μόνος ως το 1944, και η οποία ονομαζόταν «Απόστολος Παύλος». Σταμάτησε να εκδίδεται μετά την αναχώρησή του από την Κόρινθο το 1949 (Κόλλιας, 1977α΄: 64. Νιάκαρος, 2017: 57).
3. Ο Μιχαήλ στα σκληρά χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής
Το μεγαλείο του Μιχαήλ, όμως, αναδείχθηκε στα μαύρα χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής. Ήταν η φοβερή εκείνη εμπειρία που δοκίμασε τους ανθρώπους, τους οδήγησε στον βίαιο θάνατο ή τους έφερε στο όριο της ψυχικής και σωματικής αντοχής τους, που έδεσε σφιχτά τον ποιμένα με το ποίμνιο, σε ένα δεσμό που αποδείχθηκε ακατάλυτος.
Όταν οι εισβολείς κατέλαβαν τη χώρα, οι φυλακές γέμισαν από πατριώτες που κατηγορούνταν για διάφορες αντιστασιακές ενέργειες. Αργότερα, όταν το αντιστασιακό κίνημα έγινε ισχυρότερο, η Ιταλία συνθηκολόγησε και ο έλεγχος της Κορίνθου, που αρχικά ασκούνταν από τους ηπιότερους Ιταλούς, πέρασε στους φανατισμένους Γερμανούς, πολλοί συλλαμβάνονταν μόνο για αντίποινα στις ενέργειες των αντιστασιακών μονάδων. Ο Μιχαήλ επισκεπτόταν τις φυλακές και με δώρα, με λόγια εμψύχωσης και ενθάρρυνσης, κρατούσε ακμαίο το ηθικό των κρατουμένων. Αργά τη νύκτα ή νωρίς τα χαράματα, έφθαναν πατεράδες, μανάδες, σύζυγοι, συγγενείς στο μητροπολιτικό μέγαρο να ζητήσουν βοήθεια για ανθρώπους που είχαν συλληφθεί και υπήρχε κίνδυνος να εκτελεστούν. Ο Μιχαήλ, πάντα ξύπνιος, αφιερωμένος στην προσευχή του, έσπευδε να μεσολαβήσει, έκρυβε την αντιπάθειά του για τους κατακτητές και έσπευδε να μιλήσει, να καλοπιάσει, να κολακεύσει. Πολλοί όφειλαν τη ζωή τους στη δική του παρέμβαση (Καναβός, 1995: 79-80. Κόλλιας, 1977α΄: 58-9). Κάποτε ο Γερμανός φρούραρχος τον είχε προειδοποιήσει να σταματήσει τις σχετικές ενέργειές του, διαφορετικά δεν θα ευθυνόταν για τις συνέπειες, εμμέσως απειλώντας τον με σύλληψη, ίσως και εκτέλεση. Ο Μιχαήλ, με ψυχραιμία, απάντησε ότι ο ρόλος του ως ποιμενάρχου ήταν να προστατεύει το ποίμνιό του και να υπεραμύνεται των αθώων (Θωμόπουλος, 1965: 22-3). Λυπόταν βαθιά που οι παρεμβάσεις του ήταν πολλάκις μάταιες. Τις παρεμβάσεις του αυτές περιέγραψε με δραματικό τρόπο ο λαϊκός συνεργάτης του, σχολάρχης της Εκκλησιαστικής Σχολής Κορίνθου, Γεώργιος Τρουπάκης: «προσήρχετο προ του αδυσωπήτου τυράννου και έκλαιε και παρεκάλει και ικέτευε και εταπεινούτο και εξηυτελίζετο» και άλλοτε από την αγανάκτηση «αγέρωχος ύψωνε το υψηλόν ανάστημά του, προέτεινε τας χείρας του τας αγίας και επεκαλείτο τον Χριστόν» (Προσφωνήσεις, 1949: 27).
Σε ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, κάποιο πρωινό του 1943 η Κόρινθος ξύπνησε αναστατωμένη. Όχι λιγότεροι από εκατό Κορίνθιοι είχαν μεταφερθεί στην Τρίπολη, έδρα του Γερμανού στρατηγού της περιοχής μας, για να εκτελεστούν σε αντίποινα για τη δράση της Αντίστασης (Θωμαΐδης, 2015: 7. Θωμόπουλος, 1965: 23. Κόλλιας, 1977α΄: σ. 61). Πριν ακόμα φθάσουν οι πρώτοι συγγενείς στο κτίριο της οδού Κορκιδά, ο Μιχαήλ είχε ήδη ξεκινήσει για την Τρίπολη με αυτοκίνητο, ακολουθώντας τους συλληφθέντες. Τη στιχομυθία του με τον Γερμανό διοικητή τη μετέφερε στο βιβλίο του ο Θεόφιλος Γόρτυνος, όπως του την είχε μεταφέρει ο ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Θεόδωρος Κωτσάκης από την Τρίπολη που είχε συνοδεύσει τον Μιχαήλ.
– Έρχομαι να πάρω τα παιδιά μου που πήρατε απόψε τη νύκτα, είπε ο Μιχαήλ.
– Τα παιδιά σου πατέρα, απάντησε ο διοικητής, θα πληρώσουν το κακό που κάνουν οι συμπατριώτες σου στον γερμανικό στρατό.
– Αυτά τα παιδιά μου όμως δεν έκαμαν τίποτε. Γι’ αυτό ήταν στα σπίτια τους και στις οικογένειές τους. Ώστε, λοιπόν, εσείς όταν δεν έχετε στο χέρι αυτούς που σας πειράζουν, παίρνετε όποιον μπορείτε. Αυτό όμως δεν συμφωνεί με τον μύθο για τον γενναίο γερμανικό στρατό.
– Πατέρα έχεις μεγάλη γλώσσα, του απάντησε ο Γερμανός, και εγώ θα σου την κόψω.
– Εδώ ήλθα να πάρω τα παιδιά μου, απάντησε ο Μιχαήλ απτόητος, ή να μου πείτε ποιο ήταν το έγκλημά τους. Και είμαι διατεθειμένος και τη γλώσσα μου να δω κομμένη χάμω, και να μείνω εδώ φυλακή με τα παιδιά μου. Να δω μετά τι θα πείτε στον κόσμο, όταν θ’ ακούσει για τη συμπεριφορά σας απέναντί μου… Θα μείνω, είπε στο τέλος, στο διπλανό γραφείο να κάνω την προσευχή μου και εσείς αποφασίστε. Όταν θα γυρίσω ή θα μου δώσετε πίσω τα παιδιά μου ή θα πάρετε κι εμένα.
Όταν επέστρεψε στο γραφείο του διοικητή ο Μιχαήλ, ήρεμος και χωρίς φόβο, σύμφωνα με τους Έλληνες παρόντες που θαύμασαν τη στάση του, ο διοικητής δεν θέλησε να του μιλήσει. Ο διερμηνέας τον ενημέρωσε ότι είχε ήδη διατάξει να αφεθούν ελεύθεροι και οι εκατό και να φύγει και ο Μιχαήλ μαζί τους (Καναβός, 1995: 85-7).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόνοιά του για τους Εβραίους της Κορίνθου. Αν και η πόλη δεν είχε εβραϊκή κοινότητα είχαν έρθει στην Κόρινθο Εβραίοι με ελληνική υπηκοότητα, που είχαν απελαθεί από την Ιταλία, με την έναρξη του πολέμου του 1940. Επρόκειτο για περίπου δεκαπέντε οικογένειες. Ο Μιχαήλ ασχολήθηκε με την ανεύρεση στέγης και την παροχή των πρώτων αναγκαίων. Όταν στην Κόρινθο εγκαταστάθηκε η ιταλική διοίκηση το 1941, κάποιοι από αυτούς εργάστηκαν ως διερμηνείς, επειδή γνώριζαν την ιταλική γλώσσα. Όταν, όμως, με την ιταλική συνθηκολόγηση του 1943, ο έλεγχος πέρασε στους Γερμανούς κατέστη σαφές ότι οι Εβραίοι κινδύνευαν. Πήραν εντολή να φορέσουν υποχρεωτικά το περιβραχιόνιο με το εξάκτινο αστέρι του Δαυΐδ. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα, πριν την αποστολή τους σε στρατόπεδα εξόντωσης. Ο Μιχαήλ αντέδρασε αμέσως, μεριμνώντας για τη φυγάδευσή τους σε απομακρυσμένα χωριά της Κορινθίας προκειμένου να χαθούν τα ίχνη τους (Θωμαΐδης, 2015: 7-8). Δεν μπόρεσα να εντοπίσω τι απέγινε με τους ανθρώπους αυτούς. Έχω μόνο να προσθέσω τη μαρτυρία του εκ μητρός παππού Λάμπρου Διαμάντη, ο οποίος μου είχε πει ότι είχε φυγαδεύσει έναν Εβραίο για δύο νύκτες. Τον πήραν κατόπιν και τον μετέφεραν σε άγνωστο μέρος για να χαθούν τα ίχνη του και να μην υπάρχουν μάρτυρες. Αν και δεν ανήκε σε αντιστασιακή οργάνωση, ο παππούς μου ανήκε στην «αντιστασιακή ομάδα» της επιτροπής του Αποστόλου Παύλου με προϊστάμενο τον πρωθιερέα Πέτρο Θωμαΐδη και μέλη, μεταξύ άλλων, τον μετέπειτα δήμαρχο Γεώργιο Λιλλή και τον χημικό Αθανάσιο Πλαστηρόπουλο, στενό φίλο του παππού μου, οινολόγο. Το όνομα του τελευταίου το εντόπισα και σε μια επιστολή Κορινθίων που ευχαριστούσαν τον Μιχαήλ γιατί τους είχε σώσει από τη φυλακή κατά την Κατοχή (Προσφωνήσεις, 1949: 44-5). Για τους Εβραίους ιδιαίτερα θα πρέπει να προστεθεί ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δέχθηκε τις ευχαριστίες τους για την ηρωική της στάση και τις – συχνά μάταιες – προσπάθειές της να τους προστατέψει, όταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τούς πρόδιδε και προτεσταντικές Εκκλησίες έδειξαν ψυχρή αδιαφορία και συνέχισαν να συνεργάζονται με τους Ναζί.
Το παράδειγμα του επισκόπου ακολούθησαν και άλλοι κληρικοί της Κορινθίας. Ο τότε ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως και στενός συνεργάτης του Μιχαήλ αρχιμανδρίτης Μελέτιος Τριποδάκης, μετέπειτα επίσκοπος Χριστιανουπόλεως, βοηθός του στις Η.Π.Α., αναφέρει ότι επί συνόλου εκατόν πενήντα ενοριακών ιερέων σκοτώθηκαν στην περίοδο της Κατοχής δεκαέξι και τέσσερις ακόμη πέθαναν από κακουχίες, ενώ άλλοι φυλακίστηκαν ή βασανίστηκαν, αλλά επανήλθαν στις ενορίες τους μετά το τέλος της Κατοχής (Τριποδάκης, 1964: 2).
Στο τέλος της Κατοχής ο Μιχαήλ έδειξε για άλλη μια φορά το ψυχικό του μεγαλείο. Οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει την Κόρινθο και είχαν ανατινάξει τη γέφυρα της διώρυγας πίσω τους. Οι αντάρτες του 6ου Συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ. υπό τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη του πεζικού Εμμανουήλ Βαζαίου και του καπετάνιου Πελοπίδα – ψευδώνυμο του κομμουνιστή αγωνιστή Παντελή Λάσκα από το Λουτράκι – ετοιμάζονταν να μπουν στην πόλη και να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους συνεργάτες των Γερμανών. Οι περιορισμένες δυνάμεις της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας, οι οποίοι γνώριζαν τι τους περίμενε, ετοιμάζονταν να αμυνθούν και να χρησιμοποιήσουν τους κατοίκους ως ασπίδα, στον απελπισμένο αγώνα τους. Αναμενόταν αιματοχυσία. Ο Μιχαήλ τέθηκε επικεφαλής ομάδας Κορινθίων, μεταξύ των οποίων ο μηχανικός Νίκος Κοτσερώνης, ο δικηγόρος Δημήτριος Σοφός, αλλά και ο οργανωμένος στο Ε.Α.Μ. γυμνασιάρχης Γεώργιος Μπέτσος, και συνάντησε τους αντιπροσώπους του 6ου Συντάγματος στο Βραχάτι στις 22 Σεπτεμβρίου 1944. Με την καταλυτική παρέμβαση του Μιχαήλ, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του διοικητή του συντάγματος αντισυνταγματάρχη Βαζαίου, αποφασίστηκε να παραδώσουν οι Ταγματασφαλίτες και οι Χωροφύλακες τον οπλισμό τους και να παραδώσουν την πόλη αμαχητί στον Ε.Λ.Α.Σ., ο οποίος εγγυούνταν να μην πειράξει κανένα. Έτσι, το σύνταγμα μπήκε στην πόλη πανηγυρικά με πρώτους τον αντισυνταγματάρχη Βαζαίο και τον καπετάν Πελοπίδα, μαζί με μονάδες του βρετανικού στρατού. Λίγες ημέρες αργότερα έφθασε στην πόλη και ο πρωτοκαπετάνιος του Ε.Λ.Α.Σ. Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος, όμως, τήρησε απαρεγκλίτως τα συμφωνηθέντα και η Κόρινθος σώθηκε από την αλληλοσφαγή (Βαζαίος, 1961: 72-3. Γαϊτάνος, 2018: 13. Καναβός, 1995: 87-8. Κόλλιας, 1977α΄: 62-3. Κόλλιας, 1983: 27-9. Νιάκαρος, 2017: 56, σ. 74).
Οι αγώνες αυτοί κλόνισαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την υγεία του Μιχαήλ. Ασθένησε τόσο σοβαρά, ώστε οι συνεργάτες του πίστευαν ότι επρόκειτο να πεθάνει (Προσφωνήσεις, 1949: 28). Αν και συνήλθε ήταν πλέον εξαιρετικά φιλάσθενος και, γι’ αυτό, πέθανε στην Αμερική σε ηλικία εξήντα έξι ετών, ενώ μπορούσε πολλά να προσφέρει ακόμα.
Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Μιχαήλ εφάρμοσε την προγραμματική του δήλωση ότι ο Χριστός θα ήταν το κέντρο των προσπαθειών του στην Κόρινθο. Και όπως συνέβη με τον Χριστό και τους μαθητές του, έτσι συνέβη και με τον Μιχαήλ και τους Κορινθίους. Αγαπήθηκαν πολύ. Και όπως η αναχώρηση του Χριστού λύπησε τους μαθητές του, έτσι βαθιά στενοχώρια σκέπασε την ψυχή των Κορινθίων όταν έγινε γνωστό ότι ο ποιμένας τους είχε εκλεγεί για την Αμερική και επρόκειτο να τους αφήσει.
4. Αποχαιρετισμός
Την Κυριακή 15η Νοεμβρίου 1949 ο Απόστολος Παύλος ήταν κατάμεστος. Ο λαός της πόλης, όπως και κάτοικοι των γύρω χωριών, είχαν γεμίσει και το προαύλιό του. Αν και σπανίως έδειχνε τα συναισθήματά του, ο Μιχαήλ λειτούργησε με μάτια μονίμως βουρκωμένα. Πιο εκδηλωτικοί οι περισσότεροι από τους πιστούς, γυναίκες και άνδρες, έκλαιγαν φανερά. Στο τέλος της Λειτουργίας συνωστίζονταν όλοι μπροστά του, για να πάρουν αντίδωρο από το χέρι του, να το ασπαστούν για τελευταία φορά. Πολλοί δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τον ναό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του παρόντος στις στιγμές εκείνες ιεροδιακόνου μετέπειτα Γόρτυνος Θεοφίλου (Καναβός, 1995: 127-30). Ο στοργικός πατέρας των δύσκολων χρόνων εγκατέλειπε τα παιδιά του που τόσο είχε αγαπήσει (Κόλλιας, 1977α΄: 68). Στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του έγραψε:
«Αισθάνομαι τώρα οπότε πρόκειται να αποχωρισθώ εξ υμών τοσαύτην οδύνην και λύπην ψυχικήν ώστε να μη δύναμαι να την εκφράσω και εκδηλώσω διά λόγων. Η τόσον πλουσία ελληνική μας γλώσσα μου φαίνεται πολύ πτωχή ώστε να δυνηθώ να εξωτερικεύσω με αυτήν την αδυναμίαν και στενοχωρίαν την οποίαν δοκιμάζει η πατρική μου καρδία προκειμένου να αποχωρισθώ αφ’ υμών των φιλτάτων μου πνευματικών τέκνων, τους οποίους όλους, κληρικούς και λαϊκούς, μεγάλους και μικρούς, πλουσίους και πτωχούς, διανοουμένους και αγραμμάτους, εμπόρους και γεωργούς, εγνώρισα και εξετίμησα και ηγάπησα με όλην την δύναμιν της καρδίας μου» (Θωμόπουλος, 1965: 24).
Επίλογος
Ως εύγλωττο επίλογο παραθέτουμε τα λόγια, που απηύθυνε στον Μιχαήλ, σε αποχαιρετιστήρια προσφώνησή του, ο ιερέας Πέτρος Θωμαΐδης. Τα παραθέτουμε αυτούσια:
«Εγένεσο ο πνευματικός φάρος, ο οποίος εφώτισας τας οδούς ημών.
Εγένεσο πυρ όπερ εθέρμαινεν τας καρδίας ημών εις στιγμάς δυσκόλους ηθικάς και εθνικάς.
…
Εγένεσο ο ποιμήν ο καλός, ο πιστός, ο άγιος, ο κόσμιος, ο νηφάλιος, ο φιλάνθρωπος, ο διδακτικός εν έργω και λόγω, ο επιεικής, ο αφιλάργυρος, ο άμαχος.
…
Σε ευχαριστούμεν ανθ’ ων υπέρ ημών εκοπίασας» (Προσφωνήσεις, 1949: 22).
Πηγές
Βαζαίος, Εμμανουήλ. 1961. Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντιστάσεως εις την Πελοπόννησον. Κόρινθος.
Broneer, Oscar. 1947. ‘Investigations at Corinth, 1946-7’. Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens. 16:4, 233-47.
Γαϊτάνος, Γεώργιος. 2018. «Πολιτική και Εκκλησία: Η στάση του αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρού Μιχαήλ Κωνσταντινίδη στη διαχείρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας» στο διαδίκτυο. Πρόσβαση 26/10/2018.
Θωμαΐδης, Πέτρος. 2015. Η Εκκλησία της Κορίνθου στην αγώνα της ελευθερίας, 1940-1944. Κόρινθος: Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κορίνθου, Σικυώνος, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους.
Θωμόπουλος, Σώζων. 1965. Ο Μητροπολίτης Κορινθίας Μιχαήλ. Αθήναι.
[Καναβός], Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Θεόφιλος. 1995. Αυτός που είχε τραφεί με την προσευχή: Ο από Κορίνθου αρχιεπίσκοπος Αμερικής κυρός Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Αθήνα.
Κόλλιας, Σήφης Γ. 1977α΄ [1964]. Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ ο από Κορινθίας Αθήνα.
Κόλλιας, Σήφης Γ. 1977β΄. Μνήμη αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ: Ο άξιος της Εκκλησίας και του έθνους. Αθήνα.
Κόλλιας, Σήφης Γ. 1983. Μιχαήλ. Μια στεφανηφόρα μορφή: Ο στοργικός ιεράρχης του κορινθιακού λαού στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Κόρινθος.
Νιάκαρος, Αρχιμ. Μακάριος. 2017. Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδης: Η Συμβολή του στην Εκκλησία, στη θεολογία και στον διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο. Θεσσαλονίκη: Έκδοση Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης.
Προσφωνήσεις. 1949. Προσφωνήσεις προς τον Μιχαήλ Κορίνθου κατά την Αναχώρησή του για την Αμερική. Αθήναι.
Τριποδάκης, Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Μελέτιος. 1964. Ένας σύντομος απολογισμός χριστιανικής εργασίας, 1941-1949: Υπό την πνευματικήν κοθοδήγησιν του αλησμονήτου σεβασμιωτάτου πρώην αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρού Μιχαήλ ως μητροπολίτου Κορινθίας εις μνήμην αυτού. Chicago, IL.
Φούγιας, Μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος Γ. 1997 [1968]. Ιστορία της αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου απ’ αρχής μέχρι σήμερον. Αθήνα: Νέα Σύνορα.
Πηγή: hea.edu.gr
Comments