Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
Το βράδυ υπήρχαν ακροβολισμοί στην πεδιάδα [της Τριπολιτσάς]. Τριάντα από τους ακροβολητές μας ήρθαν αντιμέτωποι με μια εκατοστή ιππείς. Ένας από αυτούς, έχοντας προχωρήσει πολύ, αιχμαλωτίστηκε, και μπροστά στα μάτια μας τον σούβλισαν και τον έψησαν.
Olivier Voutier, Απομνημονεύματα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, 2019, σελ. 58.
Είναι γεγονός ότι η ελληνική ιστοριογραφία, ιδίως η πιο σύγχρονη, είδε περισσότερο την επανάσταση του 1821 ως ένα πολιτικό και ιδεολογικό γεγονός, και πολύ λιγότερο ή ελάχιστα ως ένα στρατιωτικό. Παρότι αναμφισβήτητα ήταν εκτός από μια εθνική επανάσταση που διεκδικούσε την ίδρυση ενός εθνικού κράτους, κι ένας πόλεμος της Ανεξαρτησίας, έδωσε μικρή προσοχή στα διάφορα στρατιωτικά της επεισόδια, είτε αναφορικά με τις χερσαίες είτε με τις ναυτικές επιχειρήσεις.
Η στρατιωτική ιστορία υπήρξε έτσι κι αλλιώς, στην ημεδαπή ιστοριογραφία της μεταπολίτευσης ιδίως, ένα υποτιμημένο αντικείμενο, αν μη τι άλλο έναντι της πολιτικής ιστορίας. Κι όμως, αν η επανάσταση μπόρεσε αρχικά να εδραιωθεί γεμίζοντας έτσι αυτοπεποίθηση τους αγωνιστές –σε μια στιγμή που όλα τα εγχώρια και διεθνή προγνωστικά έδειχναν να είναι εναντίον τους– ήταν ακριβώς επειδή μπόρεσε να καταγάγει ορισμένες πρώτες εντυπωσιακές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης, όπως με την κατάληψη της Τριπολιτσάς ή στα Δερβενάκια.
Αλλά και αργότερα, από το 1825 και μετά, τη στιγμή δηλαδή που η άγρια επέλαση του Ιμπραήμ στον Μοριά έδειχνε να προμηνύει το άδοξο τέλος της επανάστασης, ήταν πάλι η επιμονή του Κολοκοτρώνη και των ακολούθων του, οι οποίοι επέμειναν με αιματηρές θυσίες να αντιστέκονται, που έκαναν και τις ξένες δυνάμεις να συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς την άμεση εμπλοκή τους δεν θα δινόταν τέλος στην αστάθεια στην περιοχή.
Χωρίς τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πολιτική και διπλωματία, ούτε και θα μπορούσαν να πειστούν Έλληνες και ξένοι ότι το αδύνατο θα μπορούσε τελικά να γίνει δυνατό.
Όμως πώς ακριβώς εξελίσσονταν τα πράγματα εκεί που ηχούσαν τα καριοφίλια και άστραφταν τα γιαταγάνια, δηλαδή στις χερσαίες επιχειρήσεις; Είναι γνωστό ότι οι επαναστάτες στηρίχθηκαν κατά βάση σε στρατεύματα ατάκτων και πολύ λίγο σε οργανωμένο τακτικό στρατό, που έτσι κι αλλιώς φτιάχτηκε αργότερα, ήταν πολύ μικρότερης δύναμης, και κατέγραψε ελάχιστες επιτυχίες στο πεδίο των μαχών (βασικός υποστηρικτής του υπήρξε ο Δημήτριος Υψηλάντης αλλά το κύρος του επλήγη κατά την καταστροφή του φιλελληνικού τακτικού Σώματος στη μάχη στο Πέτα). Υπό αυτή την έννοια, ο στρατός των ατάκτων ήταν «ολόκληρον το έθνος μετασχηματισθέν εις στρατόν», κατά βάση δηλαδή οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι των μικρών ελληνορθοδόξων κοινοτήτων στο νότιο ευρωπαϊκό άκρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που θα αποφάσιζαν να ταχθούν στην υπηρεσία της επανάστασης.
Οπλισμένοι με ό,τι έβρισκαν, από χασαπομάχαιρα μέχρι τσεκούρια και άλλα αυτοσχέδια όπλα, προσκολλώνταν στον αρχηγό της πατριαρχικής οικογένειας δείχνοντας αρχικά μεγάλο ενθουσιασμό, αν και στερούνταν οποιασδήποτε στρατιωτικής εμπειρίας και πειθαρχίας, με την εξαίρεση των Μανιατών και φυσικά των παρανόμων κλεφτών που είχαν μακρά σχέση με τα όπλα.
Εξού και η δομή του ιδιότυπου αυτού στρατεύματος ακολουθούσε λίγο-πολύ και την κοινωνική δομή οργάνωσης των τοπικών αυτών κοινωνιών. Ως πατριαρχικές κοινότητες της τιμής και της αλληλοαναγνώρισης, οι πληθυσμοί αυτοί, αν ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν κάποιον ήταν μόνο εκείνον που αναγνώριζαν και εμπιστεύονταν, δηλαδή τον αρχηγό του σογιού εφόσον εκείνος αποφάσιζε να πάρει τα όπλα. Συνήθως αυτός, προκειμένου να στρατολογήσει προθύμους συγχωριανούς του, τον πρώτο καιρό της επανάστασης, κρεμούσε έξω από το σπίτι του μια επαναστατική σημαία, ως σημάδι ξεσηκωμού.
Ετσι, μιλώντας ειδικά για την Πελοπόννησο, στα αυτοσχέδια στρατόπεδα που άρχισαν να συγκροτούνται με έναν λίγο-πολύ αυθόρμητο τρόπο στην ενδοχώρα ή γύρω από μεγάλα κάστρα της περιοχής, συνέρρεαν ολόκληρες ομάδες συντοπιτών, συχνά οικογενειακώς, θυμίζοντας «χωρικόν πανηγύρι». Οπλισμένοι με ό,τι έβρισκαν, από χασαπομάχαιρα μέχρι τσεκούρια και άλλα αυτοσχέδια όπλα, προσκολλώνταν στον αρχηγό της πατριαρχικής οικογένειας δείχνοντας αρχικά μεγάλο ενθουσιασμό, αν και στερούνταν οποιασδήποτε στρατιωτικής εμπειρίας και πειθαρχίας, με την εξαίρεση των Μανιατών και φυσικά των παρανόμων κλεφτών που είχαν μακρά σχέση με τα όπλα.
Η βασικότερη προτεραιότητα ήταν συνεπώς, το ασύντακτο αυτό ασκέρι των χωρικών να αποκτήσει κάποια στοιχειώδη εκπαίδευση στον πόλεμο και κυρίως πειθαρχία, καθώς το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι συχνότατες λιποταξίες, ιδίως μετά από νίκες που συνδυάζονταν με λαφυραγώγηση, οπότε και ο στρατιώτης έβρισκε ευκαιρία να επιστρέψει ικανοποιημένος με την λεία στο χωριό του.
Καταλυτική υπήρξε εδώ η παρουσία και η ηγεσία του 50χρονου τότε Κολοκοτρώνη που (έχοντας λάβει αγγλική στρατιωτική εκπαίδευση, όταν βρέθηκε στην Ζάκυνθο, πολεμώντας κατά των Γάλλων) ανακηρύχθηκε σύντομα σε αρχιστράτηγο κι έθεσε αυστηρούς κανόνες στην οργάνωση των στρατοπέδων, τοποθετώντας σκοπιές («βάρδιες και μυστικόν», δηλαδή συνθήματα) και στήνοντας έναν μηχανισμό επιμελητείας και τροφοδοσίας των στρατοπέδων με τα απαραίτητα ώστε να μην αναγκάζονται να το εγκαταλείπουν οι στρατιώτες τους όταν έβλεπαν ότι έλειπαν τα χρειώδη.
Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Γέρος του Μοριά, «Να μου δώση ο Βελιγκτών 40.000 στρατιώτες στράτευμα το διοικούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν 500 Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μια ώρα να τους διοικήση. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη, κατά τους ανθρώπους».
Ειδικά για την λιποταξία, συστάθηκε και ειδικό σώμα στρατονομίας ενώ ο λιποτάκτης όταν συλλαμβάνονταν βίωνε συνήθως την τιμωρία του δημόσιου εξευτελισμού (τον χλεύαζαν ως «τουρκολάτρη» και τον έφτυναν ο ένας μετά τον άλλο) που ήταν, για τα ήθη της εποχής, κάτι πολύ βαρύ για την υπόληψή του, αν και δεν αποκλειόταν ο τουφεκισμός. Μπορεί δε να την πλήρωνε και η ίδια η οικογένειά του, με καταστροφή της περιουσίας της, κάτι που έγινε κανόνας στην περίοδο της επέλασης του Ιμπραήμ, όταν ο Κολοκοτρώνης έβαλε σε εφαρμογή μεθόδους τρομοκρατίας κατά των «προσκυνημένων», με το περίφημο σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι». «Μεταχειριζόμενοι την πειθώ και την βίαν να καίετε οσπίτια των ανθισταμένων, να δέρητε και να τυραννήτε απανθρώπως· χωρίς καμίαν εξαίρεσιν […]», ήταν η γενική διαταγή της Πελοποννησιακής Γερουσίας, βλέποντας τα στρατόπεδα να φυλλορροούν.
Ο βασικότερος λόγος για τις λιποταξίες ή τους χαμηλούς ρυθμούς στρατολόγησης είχε πάντως να κάνει με την σταθερή δυσκολία της κεντρικής αρχής να δίνει μισθό ή έστω κάποια σοβαρά υλικά κίνητρα στους φτωχούς αγρότες που είχε την απαίτηση να μεταμορφώσει σε υπηρετούντες τον επαναστατικό στρατό.
Η εκπαίδευση, πάλι, περιελάμβανε συχνή εκγύμανση των στρατιωτών με διάφορες ασκήσεις με τα όπλα αλλά στην πραγματικότητα η μόνη ουσιαστική εμπειρία αποκτώνταν στο ίδιο το πεδίο της μάχης. Οι δε πρώτες μικρές νίκες στο Λεβίδι και το Βαλτέτσι, το αρχικό διάστημα του ξεσηκωμού, αν και όχι τόσο σημαντικές στρατηγικά, ωστόσο κατάφεραν να λειτουργήσουν πολύ θετικά καθώς γέμισαν ενθουσιασμό και προσέδωσαν αυτοπεποίθηση (μαζί και με τα λάφυρα των όπλων που αποκόμισαν), στους άπειρους και αρχικά φοβισμένους επαναστάτες. Τη φήμη τόσο του ίδιου του Κολοκοτρώνη όσο και της τακτικής του κλεφτοπολέμου θα εκτόξευε βέβαια ακόμη περισσότερο ο θρίαμβος στα Δερβενάκια.
Γεγονός είναι ότι η συγκρότηση των στρατευμάτων αυτών με ντόπιους χωρικούς είχε και κάποια σοβαρά πλεονεκτήματα καθώς οι ίδιοι γνώριζαν καλά τα κατατόπια και τους ανθρώπους των περιοχών όπου λάμβαναν χώρα οι μάχες αλλά και ήταν τρομερά ανθεκτικοί στις κακουχίες και τις στερήσεις του πολέμου.
Πάντως, χάρη στις άοκνες προσπάθειες και την επιβλητική παρουσία του Κολοκοτρώνη, τα στρατόπεδα γύρω από την Τρίπολη είχαν μπορέσει να συγκροτηθούν με αρκετά οργανωμένο τρόπο το καλοκαίρι πριν την άλωσή της. Παράλληλα, τα οργανωτικά, στρατολογικά και επισιτιστικά καθήκοντα καθώς και τη συγκέντρωση των πόρων θα αναλάμβαναν οι συσταθείσες γι’ αυτό τον λόγο Εφορείες ή Φροντιστήρια, που απαρτίζονταν από τοπικούς κοτζαμπάσηδες και άλλα πρόσωπα με επιρροή, με συνέπεια να αναδειχτούν γρήγορα στις ανώτατες κατά τόπους επαναστατικές αρχές – αλλά επίσης συχνά να έρχονται σε μεγάλες προστριβές με τους οπλαρχηγούς.
Στη Ρούμελη, από την άλλη, ίσχυαν διαφορετικά οργανωτικά σχήματα αναφορικά με τις διάφορες στρατιωτικές μονάδες και πως αυτές συγκροτούνταν και διοικούνταν. Και πάλι εδώ, η συγκρότησή τους επηρεαζόταν απόλυτα από την ιεραρχική δομή των τοπικών κοινωνιών και των ηγεσιών τους. Οι ισχυρές σε αυτή την περίπτωση ήταν οι κάστες των αρματολών που είχαν το προτέρημα να είναι άριστοι γνώστες των όπλων και της στρατιωτικής ζωής σε συνθήκες μάλιστα ανορθόδοξου πολέμου. Ο καθένας εξ αυτών σύστηνε και διοικούσε, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, το δικό του καπετανάτο (50 με 100 αφοσιωμένα άτομα), αναλαμβάνοντας επιπλέον να αποζημιώνει ο ίδιος τα παλικάρια του, γεγονός που οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό κατακερματισμού των επιχειρήσεων από ό,τι στην Πελοπόννησο.
Οι ηγετικές προσωπικότητες ήταν στην μεν Στερεά Ελλάδα, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (που είχε εξελιχθεί σε τοπικό ηγέτη με αμφιλεγόμενες κάποτε πρακτικές), στη δε Δυτική, ο Γ. Βαρνακιώτης, ενώ με πιο αντισυμβατικούς όρους θα ξεπηδούσε και θα εδραιωνόταν σύντομα και η ηρωική μορφή του Καραϊσκάκη. Από την περιοχή αυτή και ακολουθώντας το ίδιο πρότυπο σε πιο μικρή κλίμακα είχε ξεκινήσει την στρατιωτική του καριέρα στην επανάσταση και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης άλλωστε, φθάνοντας γρήγορα ως το αξίωμα του Στρατηγού, αξίωμα που όμως το όφειλε στην επίσημη επαναστατική αρχή και όχι στην φήμη του ως κλεφταρματωλός που δεν ήταν.
Πάντως, ενώ οι Ρουμελιώτες ως πολεμιστές ήταν πολύ πιο ανδρείοι και αποτελεσματικοί, στο επιχειρησιακό επίπεδο ο πόλεμος είχε καλύτερα αποτελέσματα στην Πελοπόννησο όπου η ηγεσία ήταν πιο συγκεντρωτική και δεν σήκωνε ο καθένας τόσο εύκολα το δικό του «μπαϊράκι» (που σημαίνει λάβαρο στα τούρκικα διότι πράγματι κάθε ομάδα έφερε και τη δική της σημαία στην μάχη).
Ο Αλ. Μαυροκορδάτος που είχε αναλάβει την ευθύνη της πολιτικής διοίκησης των περιοχών αυτών, θα έσπευδε μάλιστα να συντάξει έναν στρατιωτικό οργανισμό της Ανατ. Στερεάς προκειμένου να θέσει κανόνες και όρια στους ατίθασους αυτούς ντόπιους οπλαρχηγούς, χωρίς ομολογουμένως μεγάλη επιτυχία επί της ουσίας. Αξιομνημόνευτα επ’ αυτού τα σχόλια του Καραϊσκάκη που όταν του λένε κάποιοι οπλαρχηγοί ότι πηγαίνουν για να λάβουν οδηγίες από την κεντρική κυβέρνηση, τους απαντά: «Ποία κυβέρνηση καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του ρεΐζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης (δηλ. Ο Μαυροκορδάτος, επειδή φορούσε γυαλιά); Ποιοι τον έκαμαν κυβέρνηση; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν. Ή σύναξε δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν διά τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποίοι τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, όπου όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά. Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ μπαγκ (έκανε ό,τι του έλεγαν). Ο Μακρής Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινεν με 80 χιλιάδες φοραίς την ώραν, ο ξεινογαλοΓιώργος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου την εκστρατείαν σας».
Την κατάσταση περιέπλεκαν και τα περιβόητα «καπάκια» (ή και τα «ψευτοκάπακα»), δηλαδή η παλιά πρακτική του κλεφταρματωλισμού να προσκυνά (ή να υποκρίνεται ότι προσκυνά) τους Τούρκους όποτε το έκρινε συμφερότερο, επιστρέφοντας στην υπηρεσία της επανάστασης αν άλλαζαν ξανά οι συνθήκες.
Σε ό,τι αφορά την ίδια την τακτική της μάχης, εφαρμόζονταν κι εδώ ανορθόδοξες μέθοδοι που ταίριαζαν όμως με τον χαρακτήρα αυτού του ιδιότυπου στρατού, και αποδεικνύονταν άλλοτε αποτελεσματικές, εντυπωσιάζοντας τους φιλέλληνες αξιωματικούς (που είχαν έρθει να συνδράμουν έχοντας ως πρότυπο τον πόλεμο κατά παράταξη με πυκνές φάλαγγες), άλλοτε πάλι μάλλον προβληματικές.
Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως, η τακτική ήταν εκείνη του αμυντικού πολέμου. Δηλαδή, για παράδειγμα, κατά τις πολιορκίες, η μέθοδος που ακολουθούσαν οι Έλληνες ως πολιορκητές ήταν εκείνη της περικύκλωσης του εκάστοτε φρουρίου και της αναμονής μέχρι να εξαντληθούν τα πυρομαχικά, τα αποθέματα αλλά και η υπομονή των πολιορκημένων. Άλλωστε ούτε πυροβολικό διέθεταν συνήθως για να βομβαρδίσουν τα τείχη, ούτε και κατάλληλη εκπαίδευση για να τα καταλάβουν με ρεσάλτο.
Η μέθοδος αυτή της αναμονής εξυπηρετούσε όμως και έναν άλλο στόχο. Οι πολιορκητές προτιμούσαν να κατακτήσουν την καστρόπολη, ει δυνατόν, άθικτη, και όχι κατεστραμμένη, προκειμένου να μπορούν να βρουν υλικό προς λαφυραγώγηση, που ήταν και βασικό κίνητρο για πολλούς που συμμετείχαν στην πολιορκία, έχοντας αφήσει πίσω για μήνες χωρίς πόρους τις οικογένειές τους. Άλλωστε γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας μπορεί κάποιοι από τους πολιορκητές να διαπραγματεύονταν κρυφά ή φανερά την απελευθέρωση κάποιων πλούσιων Τούρκων, με πολύ ακριβό αντίτιμο.
Η κατάληψη μπορεί φυσικά να συνοδευόταν και από την σφαγή του πολιορκημένων, αν και μετά τις ακρότητες που είχαν ακολουθήσει την άλωση της Τριπολιτσάς, υπήρχε γενική εντολή να αποφεύγονται τέτοιες πρακτικές διότι «αμαυρώνεται ο χαρακτήρ του Έθνους μας, και καταφαινόμεθα ως άσπλαχνοι, απάνθρωποι, βάρβαροι».
Αμυντικές ήταν οι τακτικές που ακολουθούνταν και στις μάχες των ελιγμών. Από τη στιγμή που είχε αποκλειστεί ως ασύμφορη η αντιπαράθεση κατά παράταξη, οι Έλληνες, έχοντας πλήρη συνείδηση των μειονεκτημάτων τους, και εκμεταλλευόμενοι από την άλλη τα συνήθως στενά περάσματα που διέσχιζαν την Στερεά Ελλάδα, επέλεγαν να καιροφυλακτούν να έρθει ο εχθρός σε αυτούς παρά να επιτεθούν εκείνοι κατά πρόσωπο.
Φρόντιζαν λοιπόν κάθε φορά να φτιάχνουν «χωσιές» ή «καρτέρια», δηλαδή οχυρωματικές θέσεις εν είδει ενέδρας, με ισχυρό πλεονέκτημα, και από εκεί να ρίχνουν τις μπαταριές τους την ώρα που θα βρίσκονταν εκτεθειμένα τα τουρκικά στρατεύματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιόριζαν και τις δικές τους απώλειες, κρυμμένοι πίσω από τα ταμπούρια τους, σε αντίθεση με τους Τούρκους στρατιώτες που συχνά είχαν την τάση να κάνουν αφύλακτοι τα γιουρούσια τους, καταγράφοντας πολύ περισσότερους νεκρούς.
Αν πάλι η μάχη κατέληγε σε πόλεμο θέσεων, αυτός διεξαγόταν συνήθως όσο υπήρχε φως και όχι τη νύχτα, κι εξελισσόταν σε έναν πόλεμο νεύρων, με τους αντιπάλους (που γνώριζαν ο ένας την γλώσσα του άλλου) να ανταλλάσσουν βρισιές και ταπεινώσεις, με ευφάνταστη ευρηματικότητα. Η κατασπατάληση των πυρομαχικών, που συχνά ήταν και άσκοπη (στους Έλληνες έλειπε συχνά το μπαρούτι καθώς η παραγωγή των μπαρουτόμυλων της Δημητσάνας δεν επαρκούσε), είχε την κατάληξη κάποια πλευρά να υποχωρεί, και η νίκη να μένει στο τέλος ορφανή.
Αν βέβαια για τις ανάγκες της επιχείρησης έπρεπε να συνεργαστούν αρκετοί οπλαρχηγοί μεταξύ τους, σπανίως εφαρμοζόταν κάποιο κοινό σχέδιο μάχης, καθώς επικρατούσε η πολυαρχία και άρα η αναρχία την ώρα της μάχης. Εκείνος δε που αποφάσιζε να υποχωρήσει, δεν αισθανόταν υποχρεωμένος να ρωτήσει κανέναν αφήνοντας ακάλυπτους τους συντρόφους του.
Αν πάλι έπρεπε κάποια στιγμή να επιτεθούν όλοι μαζί, το έκαναν σε μπουλούκια και διασκορπισμένοι σε βάθος. Οι μόνοι που πολεμούσαν με αραίωση κατά πλάτος και όχι σε βάθος ήταν οι Σουλιώτες, οι αρχηγοί των οποίων ήταν και οι μόνοι που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της μάχης, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς που είχαν την τάση να αυτοπροστατεύονται διότι τυχόν απώλεια του αρχηγού σήμαινε και διάλυση της ομάδας του.
Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις παληκαριών που άλλαζαν καπετάνιο αν εξασφάλιζαν αλλού καλύτερους όρους, κυρίως οικονομικούς.Τα όπλα –κουμπούρια, καριοφίλια, γιαταγάνια κ.λπ.–, που υμνήθηκαν άλλωστε τόσο πολύ και στα δημοτικά τραγούδια, ήταν το μέγιστο φετίχ των πολεμιστών αυτών, και δεν υπήρχε μεγαλύτερη ταπείνωση από το να τα χάσουν στη μάχη ή ακόμη χειρότερα να τους τα αφαιρέσει ο αρχηγός ως τιμωρία για κάποιο σοβαρό παράπτωμα.
Οι συνθήκες βάσει των οποίων διεξήχθη, λοιπόν, ο σχεδόν δεκαετής αυτός πόλεμος, στην ξηρά τουλάχιστον (ελπίζουμε να ακολουθήσει ένα ακόμη σημείωμα για τις ναυτικές επιχειρήσεις) προσδιορίζονταν από την κοινωνική οργάνωση, τα διαθέσιμα μέσα και την κουλτούρα των αγωνιστών του 1821. Ως μια αγροτοκτηνοτροφική κοινωνία κλεφταρματωλών, είχαν ενσωματώσει μια ιδιαίτερη κουλτούρα της τιμής αλλά και της βίας, η οποία ενίοτε μπορούσε να ξεπεράσει και τα αποδεκτά όρια, όπως άλλωστε συνέβαινε και με τους αντιπάλους τους που κατέφυγαν κι εκείνοι κατά περιόδους σε ανομολόγητες αγριότητες.
Θα συναντήσει όμως κανείς και πάμπολλα περιστατικά ανιδιοτελούς αυταπάρνησης και αυθεντικού ηρωισμού στο πεδίο της μάχης, όπως για παράδειγμα το τρομερό επεισόδιο της μάχης του Σερπετζέ, όπου τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι ο Μακρυγιάννης (περιγράφεται με συγκλονιστικές λεπτομέρειες στα «Απομνημονεύματά» του), κι έφερε τις βαριές συνέπειες των τραυμάτων του μέχρι το τέλος της ζωής του υποφέροντας από επιληπτικές κρίσεις.
Με τον καιρό, οι σκληροί αυτοί άνθρωποι, που έρχονταν από τα βάθη της ιστορίας και του πολιτισμού θα μάθαιναν να πολεμούν εφαρμόζοντας μια διαφορετική οικονομία της βίας, πιο εξορθολογισμένη. Εκείνο που θα αργούσαν πάντως να μάθουν θα ήταν η οργάνωση ενός αξιόμαχου τακτικού στρατού κληρωτών που έγινε τελικά εφικτός στην ουσία έναν αιώνα αργότερα.
πηγή: Lifo
Comments